Το μπακάλικο του Τσικουδή

0Shares

Γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου
sofiarose1900@gmail.com
Association of European Journalists

Ευάγγελος Τσικουδής έγραφε η ταυτότητα, Βαγγελάκη τον λέγανε όλοι στη γειτονιά.  Όσο για το μπακάλικο… αυτό δεν είχε όνομα ή για να το πω πιο σωστά δεν είχε πάντα το ίδιο όνομα. Τρία παιδιά έκαναν ο κυρ Βαγγέλης και η συμβία του και στα βαφτίσια του κάθε παιδιού βαφτιζόταν και το μαγαζί μαζί!  Θοδωρής το πρώτο παιδί, «Παντοπωλείον ο Θοδωρής», Νίκη η κόρη, άλλαξε την πινακίδα και την έκανε «Νίκη», Δημήτρης το τρίτο παιδί «Δημητράκης» και το παντοπωλείον.

Μικρασιάτης ο κυρ Βαγγέλης, γεννημένος το 1925 από βουρλιώτες  γονείς, βουρλιώτισα και η κυρία Ιωάννα το γένος Πατέλη, που όλοι την φωνάζαν Νίτσα, αγαπημένο ζευγάρι.  Πάνω το σπίτι, κάτω το μαγαζί που είχε και το μοναδικό τηλέφωνο που εξυπηρετούσε όλη τη γειτονιά… και τί γειτονιά!  Στη γωνία η οικογένεια του Μιχάλη Τσοτράκη, φίλοι και μετέπειτα κουμπάροι, παραδίπλα έμενε η Δέσποινα Γερμανού – Γραμμματοπούλου, πιο κάτω ο Θοδωρής Κατσανεβάκης με το μηχανάκι, παρακεί η οικογένεια του Βουρλούμη, λίγο πιο πάνω η κυρά Αγγέλα. Κάθε απόγευμα έβγαζαν τα καρεκλάκια τους και κάθονταν στο χαμηλό μαντράκι που είχε τότε στο γήπεδο κι ήταν γεμάτο λουλούδια!

Χαμογελαστός, ευγενικός και φιλομαθής, ο Βαγγελάκης ανήκε στην αδικημένη γενιά που οι πόλεμοι και η φτώχεια δεν τον άφησαν να σπουδάσει όπως ήθελε. Παρόλα αυτά του άρεσε πολύ να διαβάζει, και το σπίτι ήταν γεμάτο βιβλία κι εφημερίδες. Είχε το συνήθειο να κόβει και να φυλάει τα αποκόμματα από τα άρθρα που του άρεσαν.

Το μπακάλικο ξεκίνησε να λειτουργεί το 1954 στη γωνία της οδού Βουτζά και Οδεμησίου. Τι πουλούσε; ότι πουλούσαν και όλα τα μπακάλικα της εποχής συν τα καλαμπούρια του Βαγγελάκη που αυτά ήταν δωρεάν! ελιές, τυρί, σαρδέλες στο χαρτί, όσπρια και μακαρόνια χύμα, κατεψυγμένα ψάρια Ευριδίκης μέχρι και πετρέλαιο για σόμπες.  Κόσμος μπαινόβγαινε να ψωνίσει τα απαραίτητα, τα οποία σημείωνε με το μολυβάκι του σ΄ένα τεφτέρι και το Σάββατο που γινόταν η σούμα και η  εξόφληση, τα έσβηνε με τη γομολάστιχα. Κι έτσι, σβήνοντας και γράφοντας περάσανε τα χρόνια και τη δεκαετία του ’70 πήρε σύνταξη.

Στι μεταξύ, χρόνο με το χρόνο η γειτονιά άλλαζε. Το χαμηλό μαντράκι με τα λουλούδια γκρεμίστηκε. Στη θέση του σήμερα είναι τσιμέντινη εξέδρα του γηπέδου και τα γραφεία των ομάδων. Κάποια σπίτια έγιναν πολυκατοικίες, η γειτονιά σκορπίστηκε. Τώρα τα απογεύματα δεν έχουν πια καρεκλάκια, ούτε πολλές κουβέντες με τους γείτονες. Ο κόσμος δεν ψωνίζει σαρδέλες στο χαρτί και τα τεφτέρια γίνανε πιστωτικές κάρτες…