ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο Καισαριανιώτης σκηνοθέτης Βασίλης Χριστοφιλάκης μας μιλάει για τη ζωή και τις ταινίες του

0Shares
Print Friendly, PDF & Email

«Ο κανόνας είναι να ξεκινάς με τη δική σου ομάδα. Δεν πας να μπεις σε άλλη θεατρική ομάδα»

Βασίλη, θα μπορούσες να μας πεις λίγα μερικά πράγματα για σένα, τη ζωή σου και τη σχέση σου με την Καισαριανή και το Παγκράτι;

Γεννήθηκα το 1981 και έζησα από παιδί στην Καισαριανή μέχρι να σπουδάσω κινηματογράφο και υποκριτική στην Αγγλία το 2000-2005. Πήγαινα σε ένα ιδιωτικό δημοτικό σχολείο εκτός Καισαριανής, με αποτέλεσμα στην αρχή να μην έχω πολλούς φίλους από τη γειτονιά μας. Έτσι περνούσα  αρκετές ώρες στο παιδικό δωμάτιο με τα παιχνίδια μου, τα κόμιξ, βιντεοκασέτες και τα καρτούν στην τηλεόραση. Βλέποντας και διαβάζοντας, προσπαθούσα να δημιουργήσω δικές μου ιστορίες.

Στο σαλόνι του σπιτιού δεν μπορούσα να παίξω γιατί περιστοιχιζόμουν από παλιά αντικείμενα του συλλέκτη πατέρα μου. Δεν μου το απαγόρευε αλλά φοβόμουν ότι θα κάνω ζημιά. Ήξερα π.χ. ότι αν έσπαζα ένα βάζο δεν θα με μάλωνε αλλά θα στεναχωριόταν βαθύτατα. Και έτσι έμαθα να είμαι φοβερά προσεκτικός με τα αντικείμενα.

Για μένα, τα προσφυγικά σπίτια, η κεντρική πλατεία, το Σκοπευτήριο και η αριστερή κουλτούρα αποτελούν μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα της Καισαριανής. Μ’αρέσει αυτή η ταυτότητα. Όποτε ένα προσφυγικό γίνεται πολυκατοικία στεναχωριέμαι.

Το ετερόκλιτο Παγκράτι το θεωρώ κοσμοπολίτικη προέκταση της Καισαριανής. Παλαιότερα η Καισαριανή δεν είχε μεγάλη αγορά και πολλές καφετέριες για νέους ανθρώπους οπότε με τους φίλους πηγαίναμε Παγκράτι. 

Με γοητεύουν τα παλιά κτίρια της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Νιώθω ότι διατηρούν μια αίγλη παρά τη φθορά του χρόνου. Στο Παγκράτι μένω από το 2011 σε μια τετραώροφη πολυκατοικία του ’30 χωρίς ασανσέρ, μια από τις πρώτες αν όχι η πρώτη της περιοχής.

Ποιο ρόλο έπαιξε το θέατρο στη σταδιοδρομία σου;

Ασχολήθηκα με το θέατρο από το 2007 μέχρι το 2013 ως σκηνοθέτης και μεταφραστής.  Το θέατρο με βοήθησε πολύ. Απαιτεί λιγότερα μέσα και χρήματα από τον κινηματογράφο. Όταν ξεκίνησα μπορούσες να κάνεις παραστάσεις και σε alternative πολυχώρους όπως αποθήκες κ.λπ. Ο κανόνας είναι να ξεκινάς με τη δική σου ομάδα. Δεν πας να μπεις σε άλλη θεατρική ομάδα. Έχεις ένα έργο στο οποίο πιστεύεις και απευθύνεσαι έναν-έναν στους ηθοποιούς. Μέσω του θεάτρου γνώρισα τους ηθοποιούς Κώστα Καζανά, Σταύρο Σιούλη, Κωνσταντίνα Μιχαήλ και Νάντια Περιστεροπούλου.

Ποια ήταν τα πρώτα βήματα σου στον κινηματογράφο;

Είχα κάνει μια ταινία μικρού μήκους στην Ελλάδα το 2004, μετά το τέλος των σπουδών μου. Η επόμενη εμφάνιση μου στον κινηματογράφο είναι 13 χρόνια μετά, το 2017. Ήταν ένα θρίλερ. Είχα γράψει το σενάριο.

Τι θα ήθελες να μας πεις για την ταινία που σε καθιέρωσε, το «Too Much Info Clouding Over My Head»;

Είναι μια ταινία που συνδυάζει αυτοβιογραφικά στοιχεία και μυθοπλασία. Γυρίστηκε στην Καισαριανή και στο Παγκράτι. Επέλεξα να τη γυρίσω ασπρόμαυρη γιατί ένιωσα ότι θα μπορούσα να επεξεργαστώ καλύτερα τον φωτισμό. Επίσης, το ασπρόμαυρο έχει απλότητα και στυλ και μου θύμιζε τις παλιές καλές κλασικές ταινίες.

Ο ήρωας, σκηνοθέτης και αυτός, και με το ίδιο όνομα, είναι πιο τολμηρός και ασυμβίβαστος από μένα. Βέβαια πληρώνει το τίμημα. Οι ήρωες του σινεμά είναι πάντα πιο θαρραλέοι από τους πραγματικούς.

Η παραγωγός του η Μπέττυ (Ελίνα Ρίζου) είναι ένας μέντορας που του αναθέτει αποστολές με τις οποίες μπλέκει. Δεν είχα τέτοιο παράγωγο –μέντορα αλλά μου έτυχαν συνεργασίες όπου δεν υπήρχε χημεία. Κάτι τέτοιο συμβολίζει η Μπέττυ.

Το παιχνίδι της δεκαετίας του ’90 που αναφέρεται στην ταινία είναι μεν προϊόν μυθοπλασίας αλλά είναι βασισμένο σε ένα παιχνίδι που παίζαμε παλιά το hero quest. Στην ταινία το έκανα Δρακοβιαστές (Dragon rapists). Η αναφορά δεν είναι τυχαία. Στην πραγματική ζωή συλλέγω παλιά παιχνίδια και κόμικς.

Η Λένα Ουζουνίδου παίζει τον ρόλο της μητέρας μου. Όταν η ταινία γυρίστηκε ήμουν 36 χρονών και η Ουζουνίδου 42, δηλαδή είχαμε μόλις έξι χρόνια διαφορά. Παρόλα αυτά ήταν πειστική στον ρόλο της.

Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ στο ρόλο της ντίβας, αυτοσαρκάζεται με μεγάλη άνεση, Παράλληλα, η ταινία μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ με τον Ζήση Ρούμπο στο ρόλο του υπάλληλου καταστήματος.

Σημαντικούς ρόλους έχουν επίσης η Ελένη (Νικολίτσα Δρίζη) σύντροφος του πρωταγωνιστή, η Λένα Δροσάκη στο ρόλο της πρώτης ηθοποιού που συναντά ο σκηνοθέτης και η Κίττυ Παιταζόγλου, η αδέξια σερβιτόρα της καφετέριας.

Συμμετείχε ο Καισαριανιώτης Μπάμπης Δρίζος στον ρόλο του επιμελητή Μουσείου. Δυστυχώς έφυγε από τη ζωή, χωρίς να προλάβει να δει τον εαυτό του στην ταινία. Αν και δεν ήταν επαγγελματίας ηθοποιός υπήρξε εξαιρετικός.

Πως έλυσες το πρόβλημα της χρηματοδότησης;

Η τελευταία ταινία μου στοίχισε 16.000 ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων έβαλα από την τσέπη μου. Δεν έλαβε κρατική χρηματοδότηση. Χάρη σε προβολές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κυρίως φεστιβάλ και χρηματικά βραβεία, κάλυψε τα έξοδα της. Με βοήθησε πολύ ο παραγωγός μου Τάσος Βουρλιώτης. Αντί να πληρώνουμε για τη χρήση χώρων στα γυρίσματα, μας πλήρωναν έστω και συμβολικά. Δεν δέχτηκα όμως να κάνω product placement (τοποθέτηση προϊόντος) για να μην υποβαθμίσω την ποιότητα. Η επιτυχία της ταινίας με βοήθησε να βρω χρηματοδότηση για την επόμενη στην οποία θα είναι συμπαραγωγός η ΕΡΤ.

Τι μπορείς να μας πεις για τη νέα σου δουλειά;

Η νέα μου ταινία λέγεται Guest Star. Θα είναι έγχρωμη. Τα γυρίσματα στο Παγκράτι αναμένεται να ξεκινήσουν τον Μάιο και πιθανότατα θα είναι έτοιμη στο τέλος του 2021. Είναι η ιστορία ενός νέου γιου δύο διάσημων ηθοποιών της χώρας, οι οποίοι έχουν πεθάνει. Δεν έχει κληρονομήσει κανένα ταλέντο από τους γονείς του αλλά είναι το πιο φωτογραφημένο και αναγνωρίσιμο παιδί της χώρας. Μπαίνει σε ένα ταξίδι ταυτότητας όταν ένα μεγάλο κανάλι του κάνει πρόταση να γίνει ο νέος παρουσιαστής. Θα παίξω τον ρόλο του γιου των ηθοποιών και θα συμμετέχουν και πάλι ο Ζήσης Ρούμπος και η Κωνσταντίνα Μιχαήλ.

Ο Βασίλης Χριστοφιλάκης με την Κωνσταντίνα Μιχαήλ.

(ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΛΛΟ 70 ΤΗΣ «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΒΥΡΩΝΑ-ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ»)