ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΙΩΤΗ ΚΩΣΤΑ ΜΑΝΤΗ – Εις μνήμην…

0Shares

 

 

 

 

 

 

 

Γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου
sofiarose1900@gmail.com
Δημοσιογράφος (Association of European Journalists AEJ)

Όλοι όσοι πήγαμε σχολείο στην Καισαριανή θυμόμαστε τον Κώστα Μάντη ως τον επιστάτη που κρατούσε το κυλικείο του Λυκείου αλλά και τα μυστικά των μαθητών όταν έπρεπε. Σήμερα θα τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα μέσα από μια συνέντευξη που μου είχε δώσει πριν λίγα χρόνια.

Κύριε Μάντη, που ζήσατε τα πρώτα χρόνια της ζωής σας;

Κ.Μ. Γεννήθηκα το 1927 στο Νεοχώριο, ένα όμορφο αλλά φτωχό χωριουδάκι της Ναυπακτίας. Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια με πολλές στερήσεις, όπως άλλωστε και τα περισσότερα παιδιά της επαρχίας τότε. Τα παπούτσια μου ήταν από δέρμα γουρουνιού, τα λεγόμενα “γουρνοτσάρουχα” και η  σάκα μου -μαρουδιά τη λέγαμε-  ήταν φτιαγμένη στον αργαλειό. Εκεί μέσα έβαζα την πλάκα και το κονδύλι, χρήματα για πένα και μελανοδοχείο δεν υπήρχαν. Στο σχολείο είχαμε έναν δάσκαλο για 80 μαθητές. Το χειμώνα, κάθε μαθητής το πρωί  έφερνε από ένα ξύλο για την ξυλόσομπα για να μην ξεπαγιάσουμε.

Σ.Τ. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1940  αποχαιρετήσατε τον μικρόκοσμο του χωριού σας  και τα πρόσωπα που αγαπούσατε και ξεκινήσατε  για την Αθήνα.  

Κ.Μ. Ναι, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που μπήκα στο τρένο και που είδα θάλασσα, όταν κάναμε στάση στο Αιτωλικό! Φτάνοντας στην Αθήνα έδωσα εξετάσεις και άρχισα να φοιτώ στο Α’ Νυχτερινό Γυμνάσιο ενώ τα πρωινά δούλευα κλητήρας σε ασφαλιστική εταιρία. Με τα χρήματα που έβγαζα εξασφάλιζα στέγη και φαγητό σ’ ένα σπίτι στον Κολωνό όπου έμενα οικότροφος. Όλα αυτά μέχρι το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, όταν τα ξημερώματα  άρχισαν να χτυπούν οι σειρήνες του πολέμου. Τα σχολεία έκλεισαν, η δουλειά στην ασφαλιστική συνεχίστηκε αλλά τι να το κάνεις; τα χρήματα είχαν χάσει την αξία τους,  πείνα και πάλι πείνα!  Φάγαμε μέχρι και γαϊδούρια για να επιβιώσουμε. Το χειμώνα του ’41 το χιόνι στην Αθήνα είχε φτάσει τους 50 πόντους. Μπροστά στα μάτια μου είδα να πεθαίνουν άνθρωποι ζητώντας λίγο ψωμάκι. Και ποιός να δώσει; ποιος είχε για να δώσει; Στις 27 Απριλίου του 1941, ήμουν σε μια μικρή πλατεία κοντά στο Σταθμό Λαρίσης όταν ξαφνικά ακούω θόρυβο, γυρίζω και βλέπω μοτοσυκλέτες τρίκυκλες και φορτηγά. Οι Γερμανοί είχαν μπει στην Αθήνα και κατευθύνονταν προς το κέντρο!

Ένα απόγευμα (το 1943) ήμουν κοντά στο Ζάππειο και βλέπω να ανεβαίνουν εκατοντάδες Ιταλοί αιχμάλωτοι σε άθλια κατάσταση, αιχμάλωτοι των Γερμανών. Ο κόσμος έλεγε ότι ήταν 5.000, ίσως και περισσότεροι. Όσοι δεν είχαν δυνάμεις για να προχωρήσουν τους χτυπούσαν οι Γερμανοί. Οι Έλληνες τους έδιναν ψωμί, νερό, τσιγάρα ότι είχαν. Κάποιοι Ιταλοί είχαν στο στήθος τους κρεμασμένες με σπάγκο εικόνες τις Παναγίας.

Ο Κώστας Μάντης, το 1943, στα σκαλιά της Εθνικής Βιβλιοθήκης

Σ.Τ.  Στην Καισαριανή πότε ήρθατε για πρώτη φορά;

Κ.Μ.  Ήρθα το 1942 κι έμενα με τη θεία μου τη Μαγδαληνή, ενώ συνέχιζα το Γυμνάσιο στην Κουμουνδούρου, έκανα 1 ώρα με τα πόδια και ήταν επικίνδυνο γιατί το βράδυ που σχολούσα υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Ήμουν τυχερός όμως, γιατί ο καθηγητής Σιμόπουλος που είχε το ιδιωτικό σχολείο ΒΥΖΑΝΤΙΟ στην Υμηττού στο Παγκράτι, με πήρε στο Γυμνάσιο χωρίς δίδακτρα. Σιγά σιγά άρχισα να αποκτώ φίλους στην Καισαριανή, με πρώτο τον Κώστα Κουλουμπή ο οποίος πριν τον πόλεμο είχε ιδρύσει Σύστημα Ελλήνων Προσκόπων στην Καισαριανή, το οποίο είχε μετονομάσει σε Χριστιανική Ένωση Έφηβων, γιατί οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει τη λειτουργία του. Τα μαθήματα προσκοπισμού γίνονταν σε ένα σπίτι της οδού Χρυσ. Σμύρνης, που μας είχε παραχωρήσει μια καλή κυρία. Κάθε φορά που γράφαμε σ΄ένα τετράδιο τη λέξη “πρόσκοπος” την αντικαθιστούμε με τη λέξη “έφηβος”. Μια άλλη κυρία που ονομαζόταν Πενθερουδάκη πρόσφερε κάθε Κυριακή σε όλο το σύστημα, ένα γεύμα σε μια ταβέρνα πίσω από την πλατεία, εκεί που τώρα βρίσκεται το ξυλουργείο.

Πρόσκοποι της Καισαριανής το 1944. Οικονομόπουλος, Μοσχόβης, Μπόσογλου, Παπαδάκης, Παναγιωτόπουλος, Γρηγοριάδης, Σουβατσόγλου, Μωραϊτης, Κωνσταντινίδης…

Σ.Τ.  Θυμάστε κάποιο περιστατικό που σας έτυχε στην Κατοχή;

Κ.Μ. Την 25η Μαρτίου του ’44, ακούμε τις μπότες των Γερμανών να πηγαινοέρχονται έξω από το σπίτι. Όταν άρχισαν να χτυπούν την πόρτα για να τους ανοίξουμε, η  θεία μου είχε το μωρό κι έτσι αποφάσισα να πάω να ανοίξω εγώ αλλά πριν προλάβω, ρίχνει μια κλωτσιά ο Γερμανός και τη σπάει. Μου βάζει την κάνη του όπλου στο στήθος αλλά παρόλη την ταραχή μου βάζω τα χέρια μου δίπλα στο μάγουλό μου και με νοήματα του δείχνω να καταλάβει ότι κοιμόμουν. Με νοήματα κι εκείνος ήθελε να του δείξω που κοιμόμουν κι όταν του έδειξα, έβαλε το χέρι του στα στρωσίδια και είδε ότι είναι ζεστά, άρα του έλεγα την αλήθεια κι έφυγε. Έτσι γλύτωσα.

Ένα άλλο περιστατικό που μου έτυχε: Περπατούσα μ΄έναν φίλο μου στην Πανεπιστημίου, εκεί που τώρα είναι το ΡΕΞ. Ξαφνικά, ένας Γερμανός μας δίνει ένα δέμα, πάμε πιο πέρα, το ανοίγουμε και τι να δούμε; ψωμί, τυρί και μορταδέλλα! Κοιταζόμασταν με τον φίλο μου, να τα φάμε ή είναι μήπως είναι δηλητηριασμένα; ήταν τέτοια η πείνα όμως που τα φάγαμε και μπορώ να πω ότι ήταν το καλύτερο γεύμα που κάναμε σε όλη την Κατοχή!

Μια μέρα, βλέπουμε ένα γερμανικό φορτηγό γεμάτο πατάτες, να ανεβαίνει σ΄έναν δρόμο του Λυκαβηττό. Ένας νεαρός πήδηξε επάνω, έβγαλε τους πύρους της πόρτας κι άρχισαν να κυλούν οι πατάτες σε όλο το δρόμο, μάζευε ο κόσμος όσες μπορούσα, μάζεψα κι εγώ, ήταν ένα μικρό διάλλειμα από τα λούπινα και τα ξυλοκέρατα που έτρωγα!

Σ.Τ. Θυμάστε την απελευθέρωση;

Πως δεν τη θυμάμαι! Στις 12 Οκτωβρίου, ημέρα Κυριακή, κι ενώ ετοιμαζόμουν να πάω στην εκκλησία, άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες κι ο κόσμος να φωνάζει “έφυγαν οι Γερμανοί!” Τρέχοντας, φτάνω στην πλατεία Καισαριανής που ήταν γεμάτη από κόσμο που χόρευε από τη χαρά του! Είχε γεμίσει η πλατεία με ελληνικές σημαίες που τόσο καιρό τις είχαν κρυμμένες και με χάρτινα σημαιάκια. Εκεί ήταν σταθμευμένο κι ένα φορτηγό γκαζοζέν, ανεβήκαμε όσοι μπορούσαμε στην καρότσα και ξεκινήσαμε για το κέντρο της Αθήνας τραγουδώντας. Στην Πατησίων βλέπουμε ξαφνικά ένα γερμανικό φορτηγό που στο καπώ του ήταν ένας Γερμανός κρατώντας ένα πολυβόλο! Σκορπίσαμε και κρυφτήκαμε στα γύρω στενά κι ύστερα ξανά πάνω στο γκαζοζέν κι επιστροφή στην Καισαριανή. Καμιά δεκαριά της παρέας αποφασίσαμε να πάμε στο σκοπευτήριο, στον χώρο των εκτελέσεων, τα όσα είδαμε εκεί δεν πρόκειται να τα ξεχάσω ποτέ! ο τοίχος ήταν γεμάτος αυλακιές από τις σφαίρες! Λίγες μέρες πριν,  είχαμε ακούσει πως οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει σε άλλο χώρο του σκοπευτηρίου 25 πατριώτες. Ψάχνοντας βρήκαμε το μέρος, ήταν ακριβώς στη μάντρα που σήμερα χωρίζει το 3ο Δημοτικό με το σκοπευτήριο κι αυτό που είδαμε ήταν κάτι τραγικό! Το χώμα δεν είχε απορροφήσει το αίμα των εκτελεσμένων και και  είχε σχηματίσει μια λάσπη 10 εκατοστών!  τα χόρτα τριγύρω γεμάτα αίμα! Κοιτούσαμε  συγκλονισμένοι και αμίλητοι το σημείο. Ήταν το αίμα που πότισε το δένδρο της ελευθερίας!

Σ.Τ. Και μετά την Γερμανική Κατοχή;

18 Οκτωβρίου ήμουν στο Σύνταγμα κάτω από τον εξώστη που μίλησε ο Γεώργιος Παπανδρέου  ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων και φτάνουμε την 3η Δεκεμβρίου, όπου γυρνώντας από την Αγία Ειρήνη και φτάνοντας στο Σύνταγμα είδαμε τα αίματα από τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν στο συλλαλητήριο. Από την επόμενη μέρα οι Άγγλοι άρχισαν να βομβαρδίζουν την Καισαριανή με όλμους! 1.500 έπεσαν σε μία μέρα! Έπεφταν πάνω στα προσφυγικά που ήταν χτισμένα με χώμα, τρυπούσαν τα κεραμίδια κι εκρύγνονταν μέσα στα σπίτια σκοτώνοντας κόσμο και κοσμάκη!  Γι αυτό λοιπόν μαζί με τη θεία μου και την οικογένειά της φύγαμε και πήγαμε να μείνουμε μαζί με άλλες 2 οικογένειες  σ’ ένα διόροφο με τσιμεντένια πλάκα, στην οδό Πέλοπος, που μας παραχώρησε ένας ζωέμπορος με το όνομα Ζωίδης. Εκεί νιώθαμε περισσότερη ασφάλεια. Τα βράδια στρώναμε στρωματσάδα και κοιμόμασταν στο πάτωμα όλοι μαζί. Οι μέρες περνούσαν και οι μάχες εξακολουθούσαν να μαίνονται. Θυμάμαι να βλέπουμε από την ταράτσα της οδού Πέλοπος όλη την Πανιωνίου να καίγεται από τους όλμους που έπεφταν. Τρόφιμα προμηθευόμασταν μόνο από τον Ερυθρό Σταυρό κι αυτό αν προλαβαίναμε αφού όλα τα καταστήματα ήταν κλειστά. Θυμάμαι πως μοίραζαν τρόφιμα στο κτίριο του ΕΚΛΑΙΡ και κοντά στον κινηματογράφο ΡΕΑ στο Παγκράτι.

To κατάστημα της οδού Βρυούλων & Νέας Εφέσου.

Τα αδέλφια Στέφανος και Κώστας Μάντης στο κατάστημα που βρισκόταν επί της κεντρικής λεωφόρου Καισαριανής.

Σ.Τ. Στο χωριό σας  ξαναπήγατε;

Κ.Μ. Πήγα και ξαναγύρισα στην Αθήνα με τον αδελφό μου και τη μητέρα μου. Πιάσαμε ένα δωμάτιο στην οδό Βρυούλων 32 που το νοίκιαζε η κυρία Ηρώ Αξιώτου. Μέχρι να πάω φαντάρος δούλεψα σ’ ένα μικρό εργοστάσιο που έφτιαχνε μπαταρίες, στο Μεταξουργείο. Αφού τέλειωσα το στρατιωτικό μου, αποφασίσα να δουλέψω με τον αδελφό μου που ήταν έμπορος στις γειτονιές, είμασταν δοσατζήδες δηλαδή, πωλούσαμε τα εμπορεύματα και κάθε μήνα πηγαίναμε να πληρωθούμε τις δόσεις. Αργότερα ανοίξαμε ένα μικρό κατάστημα με με ανδρικά γυναικεία και παιδικά είδη στην γωνία Βρυούλων και Νέας Εφέσου. Πήραμε και μία μανταρίστρα για να μαντάρει τις κάλτσες. Επειδή όμως εκεί που είμασταν δεν είχε μεγάλη κίνηση, ο οικογενειακός μας φίλος Γιώργος Καζάντζας μας ειδοποίησε πως ενοικιάζεται ένα κατάστημα λίγο πιο πάνω από την πλατεία, εκεί που σήμερα είναι το φαρμακείο του Καρεκλά. Το είχε κάποιος κουρέας που πήρε σύνταξη. Το νοικιάσαμε λοιπόν και το δουλέψαμε μαζί με τον αδελφό μου, μέχρι που αποχώρησα γιατί διορίστηκα γραμματέας στη ΣΕΛΕΤΕ. Μετά από λίγο καιρό – τέλη  Νοεμβρίου 1965-  διορίστηκα επιστάτης στο Εξατάξιο  Καισαριανής που βρισκόταν εκεί που λειτουργεί σήμερα το 1ο ΕΠΑΛ και ανέλαβα υπηρεσία τον Ιανουάριο του 1966 με Λυκειάρχη των Κων/νο Βασιλάκη.  Διαχειριζόμουν το ταμείο του σχολείου, ετοίμαζα τις μισθοδοτικές καταστάσεις για τις πληρωμές καθηγητών που τις κατέθετα στο Δημόσιο Ταμείο και κάθε 1η και 16η πλήρωνα τους καθηγητές. Πλήρωνα καθαρίστριες, λογαριασμούς και ήμουν υπεύθυνος για τη γραφική ύλη και το σχολικό ταμείο. Τον Φεβρουάριο του 1976 το Γυμνάσιο και το Λύκειο μεταφέρθηκαν στα νεα κτίρια της οδού Μέτρων. Εδώ πρέπει να πω ότι η μετονομασία της οδού Μέτρων* σε Ηρώς Κωνσταντοπούλου οφείλεται στον Λυκειάρχη Δημήτριο Παπακωνσταντίνου που ερεύνησε διάφορα αρχεία, βρήκε τη δράση της  Η. Κωνσταντοπούλου και το πρότεινε στον Δήμο.  Στο Λύκειο δούλεψα μέχρι το 1989 που υπέβαλλα την παραίτησή μου, δούλευα από 13 χρονών και είχα πια κουραστεί.

Σ.Τ. Για την οικογενειακή σας ζωή, δεν μας είπατε.

Ο Θεός μου έδωσε μια υπέροχη οικογένεια. Με την σύζυγό μου Θεοδώρα είμαστε μαζί από το 1957 που παντρευτήκαμε στον Προφήτη Ηλία Παγκρατίου. Το 1961 γεννήθηκε ο γιος μας Γιώργος και το 1967 η κόρη μας η Βασιλική. Ζούμε στην Καισαριανή αγαπημένοι και χαιρόμαστε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.

*Ο Κώστας Μάντης έφυγε από τη ζωή στις 6 Ιανουαρίου 2022 σε ηλικία 94 ετών

*Η οδός Μέτρων κι όχι Μετρών όπως είχαμε συνηθίσει να τη λέμε, πήρε την ονομασία της από την πόλη Μέτρα της Μικράς Ασίας