

Γράφει ο Σπύρος Τζόκας, Πανεπιστημιακός – Συγγραφέας
Πόσα εισιτήρια να αγοράσω Πατέρα; Πόσες θέσεις να κλείσω; Σχεδόν για όλη τη γειτονιά υποθέτω, γιατί εσύ από ‘κει που είσαι δεν μπορείς να απαντήσεις. Μπορείς όμως να ρωτήσεις. Μαζί σου είναι οι φίλοι σου. Οι φίλοι της προσφυγικής γειτονιάς, κάπου εκεί στην πάνω Καισαριανή. Ναι, ναι για τον Στέλιο Καζαντζίδη μιλάω, ταινία έγινε η ζωή του και αναβιώνει. Μαζί με αυτή αναβιώνει και η προσφυγιά, μαζί και η γειτονιά μας, μαζί και οι ταβέρνες μας που αντηχούσε η φωνή του, που τόσο ανάγκη είχαν οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι.

Η μεγάλη γενιά: Θοδωράκης, Τσιτσάνης, Ζαμπέτας και Καζαντζίδης.
Θυμάσαι τότε που στις ταβέρνες μιλούσε και τραγουδούσε η αληθινή Καισαριανή μαζί με τον δικό τους άνθρωπο; Στους ευλογημένους τόπους αυτούς οι άνθρωποι μιλούσαν με τη γλώσσα της ψυχής και όχι της λογικής. Το γλέντι, ο νταλκάς, το τσακίρ κέφι, το ζεϊμπέκικο, ήταν μοναχικοί δρόμοι αναζήτησης και έκφρασης της αλήθειας, που ενωμένοι στον κοινό τόπο της ταβέρνας προσπαθούσαν να νικήσουν τον ανθρώπινο πόνο. Και ο Στελάρας βοηθούσε σε αυτό. Έδινε δύναμη, κουράγιο και προοπτική.
Μέσα από τη φωνή του Καζαντζίδη διαπερνούσαν τα προβλήματα των κυνηγημένων προσφύγων, της εργατιάς, της φτώχειας, της ανέχειας της Καισαριανής, της ανεργίας και του περιθωρίου. Εξάλλου, κάτι τέτοιο είναι προφανές από το περιεχόμενό του, ένα στοιχείο κοινωνικής κριτικής με έντονο το χαρακτήρα παραπόνου και αδικίας σύμφυτα με τον τόπο μας.

(δεκαετία ’90) Στέλιος Καζαντζίδης και Μπάμπης Γκολές στο Κελάρι του Γάτου στην Καισαριανή. Πηγή: Όμορφη Καισαριανή
Θυμάσαι τις όμορφες Κυριακές, όπου οι ήχοι και οι μυρωδιές του ψητού σμίγανε με τη φωνή του Στέλιου στη διαπασών στα ραδιόφωνα και δημιουργούσαν γιορτινή ατμόσφαιρα; Αυτά σε μια γειτονιά που η φτώχεια είχε αναγκάσει τους ανθρώπους της να ριχτούν από τα νιάτα τους στην περιπέτεια της επιβίωσης, αγνοώντας την περιπέτεια της ζωής. Φτώχεια, ανέχεια και ο μόχθος για την επιβίωση. Οι άνθρωποι της γειτονιάς ανακάλυπταν πόσο δυνατοί ήταν όταν δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήταν επιλογή ζωής ή επιβίωσης. Εξάλλου και εκείνος δεν διέφερε, καθώς έζησε από έφηβος την ορφάνια και τον κατατρεγμό, όταν ο οικοδόμος Πόντιος πατέρας του δολοφονήθηκε από παρακρατικούς αντικομμουνιστές κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, Έτσι, άγουρο παιδί ακόμα, αναγκάστηκε να γίνει ο προστάτης της οικογένειάς του.
Στην προσφυγική γειτονιά οι άνθρωποι φάνταζαν όμορφοι. Και κιμπάρηδες. Συνηθισμένοι άνθρωποι, αλλά τόσο σπάνιοι, σαν να είχαν το χάρισμα. Τους συναντούσες εκεί στην εκκλησία, στον καφενέ, στις γειτονιές, στις πεζούλες και είχαν μια αρχοντιά στα απλά πράγματα…..ακόμα, ακόμα πως έβγαζαν το άφιλτρο τσιγάρο από το πακέτο, πως το τοποθετούσαν στα χείλη τους και πως το άναβαν και μετά ο καπνός, που δημιουργούσε σχήματα….ακόμα ακόμα και από το τσούγκρισμα του κρασοπότηρου. Κάποιες φορές νέρωναν το κρασί τους. Ο μπάρμπα Νίκος έλεγε ότι τους μήνες που δεν έχουν το ρ το κρασί θέλει νερό.
Συνήθως σιωπηλοί, έπιναν κανένα ποτήρι παραπάνω κι αρχίζαμε τα δικά τους τραγούδια. Εκεί συναντιόταν με τους δικούς τους ανθρώπους, εκείνους που τους μαλάκωναν τον πόνο της καθημερινότητας, τον πόνο της φυλακής, της εξορίας, της απώλειας. Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν ένας από αυτούς.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης με τον Καισαριανιώτη Θέμη Αδαμαντίδη
Τραγουδούσε για ξεριζωμό, την προσφυγιά, το 40, την Κατοχή, την Αντίσταση, τα πρώτα βασανιστικά μεταπολεμικά χρόνια, που αποτελούν βιώματα των ανθρώπων της προσφυγιάς. Τραγουδούσε τους καημούς, τους έρωτες, τις πίκρες, τις αδικίες του κόσμου… Φωνή – σύμβολο μιας κοινωνίας που αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια της και αιμορραγούσε από τη μάστιγα της ξενιτιάς, ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε το μόχθο του εργάτη, τον καημό και το θυμό του μετανάστη, την αγωνία και τους πόθους των απλών ανθρώπων της δουλειάς. Με τη δυνατή, καθαρή και με σπάνιες αποχρώσεις φωνή του, «μίλησε» στις καρδιές τους, ερμηνεύοντας σπουδαία λαϊκά τραγούδια.
Τα τραγούδια του συνδέονται με την ιστορία και φυσιογνωμία της προσφυγικής Καισαριανής, την ιστορία που πλανάται παντού και βρίσκεται στο κάθε κομμάτι της. Αυτός ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης για τη γειτονιά μας. Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Ένας Βασιλιάς χωρίς βασίλειο που αποφάσισε να διαβεί την έρημο τη στιγμή που θα μπορούσε να κατακτήσει τα πάντα.
Τελικά δεν μου είπες Πατέρα: Πόσα εισιτήρια να κόψω;

