ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΡΕΩΤΗ – Αναδρομή στον Καρέα της δεκαετίας του 1960

0Shares

O Θανάσης Οικονόμου με τον αείμνηστο Χάρη Σαλαπασίδη.

Το 2008, ο «Δημοτικός Αντίλογος» με εκδότη τον Παναγιώτη Κόνσουλα, δημοσίευσε τις αναμνήσεις του Χάρη Σαλαμπασίδη όπως τις αφηγήθηκε στον Θανάση Οικονόμου, νυν δημοτικό σύμβουλο Βύρωνα με την παράταξη του Αλέξη Σωτηρόπουλου. Ο αείμνηστος σήμερα, Χάρης Σαλαμπασίδης, υπήρξε ένας από τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής και διατηρούσε οπωροπαντοπωλείο από το 1961 στη λεωφόρο Καρέα. Αναδημοσιεύουμε το ενδιαφέρον αφιέρωμα με φωτογραφίες του παλιού Καρέα.

 Αφήγηση του Χάρη Σαλαπασίδη στον Θανάση Οικονόμου.

Οδός 28ης Οκτωβρίου – 1962

Το καλοκαίρι του ʼ60 ήρθε η «έγκρισις ανεγέρσεως προσφυγικής κατοικίας δια του συστήματος αυτοστεγάσεως» στα παραπήγματα της Καλλιθέας όπου μας είχαν στεγάσει προσωρινά από το ʼ56 έως το ʼ60. Πριν την Καλλιθέα μέναμε στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά για οχτώ χρόνια, έπρεπε μέχρι το Φεβρουάριο του ʼ61 να είχαμε τελειώσει την οικοδομή. Έτσι το Μάιο του ʼ61 ανεβήκαμε στον Καρέα.

Όταν έλεγα ότι αγόρασα οικόπεδο στον Καρέα γιατί ήθελα να ανοίξω μαγαζί με κορόϊδευαν για την επιλογή μου. Γιατί με τα χρήματα που διέθεσα θα έπαιρνα ολόκληρο τετράγωνο στην Καλλιθέα. Σήμερα που Καλλιθέα, που Καρέας! Δεν συγκρίνονται με τίποτα.

Βέβαια στην αρχή δεν ήταν όλα ρόδινα. Η συγκοινωνία περνούσε τρεις φορές τη μέρα. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Εμένα όμως δεν με βόλευε ούτε αυτό. Έπρεπε να ξυπνάω μεσάνυχτα, να κατεβαίνω με τα πόδια ως στου Κοπανά στον Βύρωνα. Εκεί υπήρχε πιάτσα ταξί. Στου Κοπανά, πήγαιναν όλοι οι εφημεριδοπώλες, οι κρεοπώλες, μανάβηδες και ιχθυοπώλες για να πάρουμε ταξί να πάμε στις δουλειές μας.

Όταν ήμουν στην Καλλιθέα πήγαινα στου Ρέντη με το ποδήλατο. Αλλά στον Καρέα δυσκόλεψαν τα πράγματα. Έκανα τα ψώνια στου Ρέντη, τα φόρτωνα σε μια τρίκυκλη μοτοσυκλέτα και τα έστελνα στο μαγαζί. Για είδη μπακαλικής πήγαινα Αιόλου και μετά κουβαλούσα στις τσάντες το εμπόρευμα.

Είχαμε τηλέφωνο σχεδόν αμέσως μόλις τελειώσαμε το σπίτι εξαιτίας του μαγαζιού μας το βάλανε νωρίτερα από ότι τους άλλους. Έτσι πολλοί παίρνανε τηλέφωνο για να μιλήσουν με τους δικούς τους και εγώ τους καλούσα με ένα δυνατό σφύριγμα. Είχα μάθει και τα σόγια των γειτόνων μου: «Κυρά Βάσω η αδερφή σου από τη Ν. Ελβετία, στο τηλέφωνο».

Δροσερό νερό από την πηγή

Ευχάριστες οικογενειακές στιγμές την εποχή της πρώτης οικοδόμησης. – 1966

Τα σπίτια της λεωφόρου

Τα σπίτια που θυμάμαι ότι υπήρχαν πάνω στην λεωφόρο ήταν αυτό της Μπουρδάρου στο παλιό τέρμα όπου αργότερα έμενε ο πατήρ Χρυσόστομος, απέναντι το σπίτι της Λουδάρενας. Δίπλα βρισκόταν το γηροκομείο που τώρα είναι ξενώνας.

Η πηγή υπήρχε μπροστά από το σπίτι των Χορταριά στην στροφή που είναι τώρα η ταβέρνα «Πρόποδες». Την γεώτρηση την είχε κάνει ο Παπάνου με τον Ιωαννίδη το ʼ55 και κάθε μήνα έπαιρνε το δείγμα να το πάει στο χημείο του κράτους, όπως λέει σήμερα η κόρη του.

Απέναντι από τους Χορταριά υπήρχε ο Ανωμερίτης, που όταν του διηγήθηκα το τι περάσαμε μου είπε: «Α, βρε Χάρη ήσουν πολύ φτωχός», εγώ του απάντησα: «Ποτέ δεν ήμουν φτωχός, μπατίρης ναι, φτωχός όχι» και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

Πιο κάτω βρισκόταν το σπίτι του Ιωαννίδη μετά η ταβέρνα «Τα κουνέλια» για την οποία γνωρίζω και την ιστορία με τα λάφυρα των Γερμανών που φημολογείται ότι βρέθηκαν στο υπόγειο. Μετά η Κική, η Φούνενα απέναντι ο Πλατιάς. Μετά την Φούνενα, ο Νικολόπουλος ο στρατοδίκης που είχε ένα κτίσμα κι εκεί υπήρχε το μπακάλικο- μανάβικο του Βαγγέλη και της Ρίτας. Η Ρίτα ήταν η γνωστή σʼ όλους μας Φραγκοσυριανή από το ομώνυμο τραγούδι του Βαμβακάρη. Μετά το σπίτι του Ράφτη, προίκα του Τσίντζηρα, η κυρά Αγγελική και μετά εμείς.

Στην κυρά Αγγελική υπήρχε το καφενείο η «Ευτυχία» και το καθαριστήριο. Δίπλα μας υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδο. Αργότερα το έχτισε μια φαρμακοποιός κι έγινε το κρεοπωλείο του Πέτρου και το καφενείο της Δήμητρας της Αρμένισσας. Μετά ο δρόμος η σημερινή οδός Αντωνιάδη. Κατόπιν ο Παπαπάνου. Ουσιαστικά ο Καρέας πήρε ζωή από το κτίσιμο των προσφυγικών πολυκατοικιών που κατοικήθηκαν από το ʼ57 έως ʼ62.

Τα παιδιά παίζουν με φόντο τις προσφυγικές πολυκατοικίες

Τα προσφυγικά

Άρχισαν να επανδρώνονται οι πολυκατοικίες Α,Β,Γ που σχημάτιζαν ένα (Π1) όπου στο εσωτερικό του υπήρχε και υπάρχει σήμερα η πλατεία Αυγούστου Λίντ.

Εκτός από τα διαμερίσματα οι πολυκατοικίες αυτές είχαν και μικρά, ισόγεια μαγαζάκια για όσους ενδιαφέρονταν και κάνουν κάποια δουλειά για να βιοποριστούν.

Οι δικαιούχοι ήταν Έλληνες υπήκοοι εκ Ρουμανίας και Ρωσίας που είχαν στην κυριότητά τους Ελληνικά διαβατήρια.

Το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας τους παραχωρούσε το διαμέρισμα με κάποιες συμβάσεις (εικοσάχρονη προθεσμία αποπληρωμής) κάθε έξι μήνες η δόση (40 εξαμηνιαίες δόσεις Ντουντόγλου).

Έκτός από τους Έλληνες εκ Ρουμανίας και Ρωσίας δικαιούχοι των προσφυγικών ήσαν και Αρμένιοι. Ο ευεργέτης τους Γκιουλμπεκιάν είχε δώσει κάποιο χρηματικό ποσό στην Ελληνική κυβέρνηση για να στεγάσει τους συμπατριώτες του. Το πλάνο του Γκιουλμπεκιάν ήταν για διόροφα κτίσματα.

Το Ελληνικό κράτος εχέγγυο και φερέγγυο όπως τότε, όπως πάντα με τους Σοφρά και Μασουράκη έκανε τις λαβιτούρες του. Έτσι μόνο δύο πολυκατοικίες και συγκεκριμένα οι εξαόροφες έχουν ανελκυστήρα (ασανσέρ), οι υπόλοιπες τετραόροφες δεν διαθέτουν. Λες και οι ένοικοί τους δεν θα γυρνούσαν ποτέ!

Γυμναστικές επιδείξεις στο Αστικό Κέντρο Καρέα – Δεκαετία 1960

Τα μαγαζιά

Στην Α πολυκατοικία υπήρχε το μαγαζάκι του μπαρμπα-Βλάση που πουλούσε κλωστές, φερμουάρ, τσιγάρα και ψιλικά. Ο Τριανταφυλλίδης Ιωσήφ με πλαστικά και γυαλικά, δίπλα του το μπακάλικο του Κώστα του Θειάδη, μετά ο Πέτρος με το ζαχαροπλαστείο, το γάλα, τα γιαούρτια.

Αυτά τα μαγαζιά είχαν πρόσοψη στην σημερινή πλατεία Πόντου. Κι ήταν η Ομόνοια του Καρέα. Ακριβώς από πίσω υπήρχε η ΕΒΓΑ του Γιώργου Ζαφειρόπουλου, το μανάβικο του Κώστα και μετά του Σάββα Αντωνιάδη, το μαγαζί.

Στην λεωφόρο εκτός από εμένα, υπήρχε του Αναγνώστου το μπακάλικο στου Προκόπη, ο Νεφειράτος στο ύφος του σημερινού σουπερμάρκετ

Στην Ι΄ πολυκατοικία μπροστά από την Γ΄ πολυκατοικία υπήρχε το καθαριστήριο του Αλέκου Ηλιάδη, ο Ερμήδης ο τσαγκάρης, ο Αρμένης ο χρυσοχόος, ο Βατσέλιας που πουλούσε φιάλες υγραερίου, ο Γρηγοριάδης το ραφτάδικο όπου έπαιρνε 3δρχ το φασόν και έπρεπε να κάνει 10 παντελόνια την ημέρα όπως μας είπε η γυναίκα του η Έλλη, που ήταν εικοσιέξι (26) χρονών όταν ήρθε στον Καρέα.

Το Δημοτικό Σχολείο ήταν ένα σπίτι νοικιασμένο από τους αδερφούς Γεώργιο και Αγγέλο Χιώτη, επί της 25ης Μαρτίου 10, απέναντι από του Γ. Αντρέου, το σπίτι. Οι πρώτοι μαθητές ήταν 64 στον αριθμό και πρωτολειτούργησε το ʼ59. Όλες οι πληροφορίες αναφέρονται στα απομνημονεύματα του Χρ. Αντωνιάδη πρώτου δημοδιδασκάλου του Καρέα.

Ο δάσκαλος, έτσι τον έλεγα, έρχονταν στο μαγαζί και την ώρα που του ετοίμαζα τα ψώνια με ρωτούσε και για την σημασία διαφόρων λέξεων στην ποντιακή διάλεκτο, όπως κάποτε με ρωτούσε για την λέξη «ανασκάφτω» που στην κυριολεξία σημαίνει «ανασκαλίζω» αλλά μεταφορικά «καταριέμαι».