Τραυλισμός (Stuttering)
Ο τραυλισμός (stuttering) είναι μία συχνή και δύσκολη περίπτωση διαταραχής του λόγου. Τα γνωρίσματα της διαταραχής αυτής είναι ένας λόγος χωρίς ρυθμό , χωρίς συνέχεια ένας λόγος που δεν προκύπτει αβίαστα από τον ομιλητή. Τα αίτια ακόμη και σήμερα παραμένουν άγνωστα.
Ένα παιδάκι με τραυλισμό στο ψυχολογικό και κοινωνικό του περιβάλλον αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και η βοήθεια ειδικών είναι πολυσήμαντη και αναγκαία. Στην περίπτωση του τραυλισμού το παιδί επαναλαμβάνει συλλαβές ή φθόγγους και παράλληλα υλοποιείται σύσπαση των μυών στην περιοχή του λάρυγγα και της θωρακικής κοιλότητας. Επομένως, το παιδί νιώθει αδύναμο, έχει ανασφάλειες για τον εαυτό του και νιώθει αδύναμο να εξωτερικεύσει αυτά που νιώθει έτσι όπως κάνουν όλα τα παιδιά χρησιμοποιώντας τον λόγο . Είναι διστακτικό και φοβάται να μιλήσει γιατί μπορεί να κολλήσει, μπορεί να διακόψει ξαφνικά τον λόγο του και όλη αυτή η κατάσταση του είναι εξαιρετικά ψυχοφθόρα . Φοβάται μήπως τα παιδιά τον κοροϊδέψουν εφόσον δεν μιλάει όπως εκείνα, έχει έναν διαφορετικό τρόπο να εκφράζεται στην παιδική του ηλικία και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί του συμβαίνει αυτό . Πολλά παιδιά ρωτάνε γιατί σε μένα μαμά ; Τι διαφορετικό έχω ; Εγώ φταίω ; Θα μου περάσει ;
Αναφερόμαστε πιο πολύ στην παιδική ηλικία όχι επειδή δεν υπάρχει η διαταραχή αυτή σε μεγαλύτερες ηλικίες αλλά η βοήθεια και η εξέταση της ψυχολογικής και κοινωνικής κατάστασης του σε αυτήν την ηλικία καθορίζει σημαντικά την μετέπειτα πορεία του ως ενήλικα.
Ο λογοθεραπευτής καλείται να εξέταση το παιδί με τραυλισμό, να αναγνωρίσει πόσο έντονη και δύσκολη είναι η διαταραχή και να εφαρμόσει μία εκπαιδευτική προσέγγιση κατάλληλα διαμορφωμένη για την συγκεκριμένη περίπτωση του κάθε παιδιού. Παράγοντες που επηρεάζουν την μετέπειτα πορεία του παιδιού με τραυλισμό είναι η οικογένεια, το περιβάλλον και οι εκπαιδευτικές παρεμβάσεις που θα λάβουν χώρα.
Τέλος, για να υπάρξει βελτίωση και σωστή διαχείριση του προβλήματος από την πλευρά του παιδιού η οικογένεια οφείλει να το στηρίζει και να το παροτρύνει να μην σταματά να μιλά, να μην φοβάται και να βρίσκει τρόπους και τεχνικές που να τον βοηθούν. Ο ψυχολογικός παράγοντας είναι πολυσήμαντος εφόσον τα παιδιά είναι πολύ ευαίσθητα και είναι πολύ πιθανό να νιώσουν ανίκανα και να περιθωριοποιηθούν, γ’ αυτό η οικογένεια και ο αρμόδιος ειδικός οφείλουν να σταθούν αρωγοί δίπλα στην προσπάθεια του.
Πηγή:Δημήτρης Π. Στασινός, Η Ειδική Εκπαίδευση 2020 plus, 2006. Εκδόσεις Παπαζήση