Γράφει ο Θόδωρος Κυριακίδης
Η «Επικοινωνία» δημοσιεύει κατ΄ αποκλειστικότητα, απόσπασμα από το βιβλίο του 91χρονου πλέον, αντιστασιακού, ΕΠΟΝίτη Θόδωρου Κυριακίδη με θέμα τον «Βύρωνα στη δίνη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου». Το βιβλίο, που επιμελείται ο Απόστολος Κοκόλιας, αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2019.
Όταν αγοράσαμε το μαγαζάκι της πλατείας της Νέας Ελβετίας, εμένα μου ήρθε κουτί γιατί γνώριζα τη δουλειά, επειδή τα μεσημέρια πήγαινα και βοηθούσα τον κυρ Μιχαλάκη, τον Μπομ – Μπομ το παρατσούκλι του, γιατί ήταν κοντός και στρογγυλός. Έτσι θα μου δινόταν η ευκαιρία να δράσω ατομικά με ελάχιστο κίνδυνο.
Απέναντί μου ήταν το κουρείο του κυρ Σπύρου του Ασημένιου. Φανατικός Γερμανόφιλος με ανόητη συμπεριφορά. Στην πλευρά του μαγαζιού επί της οδού Κρυστάλλη υπήρχε ένας μεγάλος τοίχος, ιδανικός για συνθήματα. Ένα πρωινό είδα με έκπληξη να κρέμονται πάνω από τις πολυθρόνες τού κουρείου διάφορα κάδρα με τις φωτογραφίες της ναζιστικής ηγεσίας. Η προεξέχουσα μεγάλη εικόνα του Χίτλερ και γύρω του των άλλων καθαρμάτων Γκέμπελς, Γκέριγκ κλπ. Έγινα θηρίο. Κακές σκέψεις πέρασαν από το δεκαεξάχρονο μυαλό μου, αλλά σκέφτηκα πιο ώριμα και αποφάσισα να τον τιμωρήσω με ένα διαρκές καψόνι. Θα του γεμίζω τον τοίχο με συνθήματα. Ήταν και άσχετος, δεν καταλάβαινε ο βλάκας ότι θα χάσει την πελατεία του. Ενώ τον καιρό του Ελληνοϊταλικού πολέμου έκανε την κότα, όταν ήρθαν οι Γερμανοί αφηνίασε μέχρι που έβαζε τους πελάτες να χαιρετούν φασιστικά. Όταν άρχισαν να τον εγκαταλείπουν οι πελάτες, κατέβασε τις άθλιες εικόνες και περιορίστηκε στην ασημαντότητά του.
Εγώ από δω και μπρος αναλαμβάνω δράση. Κάθε βράδυ μόλις φύγει για το σπίτι τού γεμίζω τον τοίχο από συνθήματα και ολόκληρα κείμενα. Τα πρωινά όταν έρχεται στη δουλειά παίρνει έναν κουβά με ασβέστη και τα σβήνει βρίζοντας και απειλώντας θεούς και δαίμονες. Μετά έρχεται στο μαγαζάκι και γεμάτος αγανάκτηση μου λέει:
– Ρε… Θοδωρή, είδες χθες βράδυ καμιά ύποπτη κίνηση;
– Κύριε Σπύρο μου μόλις έφυγες εσύ λίγο αργότερα έφυγα κι εγώ.
– Ρε… Θοδωρή έτσι και τον πιάσω, ξέρεις τι έχει να πάθει Ε!..
– Έχεις δίκιο κύριε Σπύρο μου, αλλά κάνε υπομονή, ίσως κάποια μέρα τον πιάσουμε.
Μερικές φορές έφερνε ράντσο για να κοιμηθεί στο μαγαζί για να πιάσει τον τύραννο στα πράσα. Αυτή η ιστορία κράτησε σχεδόν δύο χρόνια. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ποιος τον τυραννούσε. Ο αφελής μέχρι που έβαψε τον τοίχο μαύρο. Πιο ιδανικός όμως μαυροπίνακας δεν θα μπορούσε να γίνει. Άρχισα τότε να γράφω με λευκό χρώμα και τα γράμματα φάνταζαν πιο ζωηρά. Του έγραφα από κάτω:
ΟΠΟΙΟΣ ΣΒΗΝΕΙ ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ.
– Ακούς ρε Θοδωρή τι μου γράφουν αυτοί οι κερατάδες; Εσύ με φαντάζεσαι εμένα για εχθρό του λαού;
- Κάνε τη δουλειά σου κύριε Σπύρο και ας τους να λένε.
Όμως προέκυψε πρόβλημα για μένα, γιατί η νέα γραμμή από την ηγεσία ήταν ξεκάθαρη: Να βγείτε ελεύθερα να δράσετε μέρα και νύχτα. Εγώ ένιωθα άβολα τώρα που θα με έβλεπε ο κουρέας να γράφω μπροστά στο μαγαζί του, ενώ τον παίδευα δύο ολόκληρα χρόνια και κάθε μέρα ερχόταν και μου έλεγε το βάσανό του γι’ αυτόν τον μπαγάσα που τον είχε τρελάνει στα καψόνια. Όμως δεν ήταν δυνατόν να μην πειθαρχήσω στη γραμμή της οργάνωσης. Και έτσι δέκα η ώρα το πρωί ο Μιχάλης Κατηρτζόγλου κι εγώ με ένα χοντρό πινέλο στο χέρι γράφουμε συνθήματα στην άσφαλτο με ασβέστη. Είμαι αγχωμένος, αλλά πρέπει να το ξεπεράσω. Την ώρα εκείνη ο κύριος Σπύρος ξυρίζει πελάτη. Μόλις βλέπει αυτή τη σκηνή μένει με το ξυράφι μετέωρο στο χέρι. Μόνο που δεν έπαθε συγκοπή ο ανόητος. Φαντάζεστε τι βρίσιμο έφαγα από τον κουρέα, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Από δω κι εμπρός το ανθρωπάκι έγινε αρνάκι άκακο και τα βράδια φεύγοντας για το σπίτι έριχνε μια ματιά πίσω του για καλό και για κακό. Έτσι έληξε αυτή η ιστορία και ο νταής έκατσε στ’ αυγά του και κανένα δεν ενόχλησε πια. Το μόνο ευεργετικό που είχε αυτή η υπόθεση για τον αγώνα μας ήταν ένας υπέροχος τοίχος για να ενημερώνεται ο λαός της συνοικίας για ό,τι συνέβαινε μέσα και έξω από τη χώρα. Εκεί, εκτός από τα συνθήματα, έγραφα ολόκληρη εφημερίδα. Η οδός Κρυστάλλη είχε το μεγαλύτερο κατέβασμα του λαού της Νέας Ελβετίας. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο άξιζε αυτός ο τοίχος που έμοιαζε σαν ένας τεράστιος πίνακας.
Το ψιλικατζίδικο που διατηρούσε η οικογένεια Κυριακίδη στη διασταύρωση των οδών Κρυστάλλη & Νέας Ελβετίας, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής (1941-1944). Ακριβώς, απέναντι βρισκόταν το κουρείο του Σπύρου Ασημένιου.
Το «ποδήλατο του Αγώνα» που χρησιμοποιούσε στο πλαίσιο της αντιστασιακής του δράσης ο δεκαεξάχρονος Θόδωρος Κυριακίδης (1943).
Το 5Ο Δημοτικό Σχολείο Βύρωνα το 1937. Στεγάζονταν στο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα ο δημοτικός κινηματογράφος «Νέα Ελβετία». Αριστερά, στην πρώτη σειρά διακρίνεται ο δεκάχρονος τότε μαθητής Θόδωρος Κυριακίδης.