Γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου
sofiarose1900@gmail.com
Association of European Journalists
Ο Κοκόλας στο βασίλειο του, ανάμεσα στα κουτιά του, που μόνο εκείνος ήξερε τι έχει το καθένα μέσα. Μια βιδίτσα του ζητούσες, έκανε ένα τσακ! κι έπιανε το κατάλληλο κουτί ανάμεσα στα δεκάδες ἀτάκτως ἐρριμμένα που είχε τριγύρω του. Τις πινέζες και τα καρφάκια τα συσκεύαζε μέσα σε χωνάκια που έφτιαχνε από εφημερίδες.
–Κυρ Γιώργο με έστειλε η μάνα μου να φτιάξεις τη γκαζιέρα. Γρήγορα όμως, γιατί έχει να μαγειρέψει.
Έπιανε την γκαζιέρα στα χέρια του ο κυρ Γιώργος, την ξεβούλωνε, της άλλαζε το μπεκ και σε λίγα λεπτά έτοιμη για να μπει ο τέντζερης για τον επιούσιο.
-Θα μου δώσεις και λίγο στόκο;
-Τι να τον κάνεις βρε;
-Για το φυσοκάλαμο.
-Άμα είναι για το φυσοκάλαμο θα σου δώσω πολύ!
Από Δευτέρα έως και Σάββατο δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μόνο το μεσημέρι πήγαινε στο σπίτι του στην οδό Τράλλεων (σημερινή Ούλοφ Πάλμε), για να φάει και να ξαπλώσει. Τότε άφηνε στο πόδι του τον γιο του τον Δημήτρη. Πριν όμως χτυπήσει η καμπάνα της Παναγίτσας για τον εσπερινό, ο Κοκόλας ήταν ήδη στο δρόμο προς το μικρό μαγαζί του, φορώντας την γκρι ποδιά του με τις μεγάλες τσέπες που του έφτανε μέχρι το γόνατο. Μόνο την Κυριακή την έβγαζε από πάνω του και γινόταν ένας άλλος άνθρωπος, αγνώριστος, σαν να μην ήταν αυτός! Έβαζε τα “καλά” του και πήγαινε στο γήπεδο του Παναθηναϊκου στην Αλεξάνδρας, να δει τους αγώνες της αγαπημένης του ομάδας.
Πάσχα στην προπολεμική Καισαριανή. Ο Κοκόλας (με το σκούφο), και δίπλα του ένας κύριος αγνώστων λοιπών στοιχείων που κρατάει ένα καλαθάκι με κόκκινα αυγά. Κάτω από το χέρι του Κοκόλα η αρραβωνιαστικιά του (και μετέπειτα σύζυγός του).
Τα χειμωνιάτικα απογεύματα που σκοτείνιαζε νωρίς, κανένα παιδί δεν τολμούσε να μπει στο μαγαζί που το φώτιζε μόνο μια μικρή σκονισμένη λάμπα κρεμασμένη από το ταβάνι. Η λαμπίτσα λοιπόν αυτή, έριχνε το ξεψυχισμένο φως της σ΄ένα μικρό σημείο. Όλο το υπόλοιπο μαγαζί ήταν κατασκότεινο κι έμοιαζε τόσο απόκοσμο, όσο κι η ασκητική μορφή του Κοκόλα που εκείνη την ώρα ήταν σκυμμένος πάνω από τα χαρτιά του κάνοντας τον απολογισμό της μέρας.
Τα χρόνια πέρασαν, γέρασε, βάρυνε το βήμα του και παρόλο που τη θέση του στο μαγαζί την είχε πάρει ο γιος του, ο Κοκόλας εξακολουθούσε τη ρουτίνα του με λίγες απουσίες που με τον καιρό γίνονταν περισσότερες. Πότε τον πονούσε η μέση του, πότε τον έριχνε κάτω μια γρίπη, μέχρι που κατέπεσε πια και δεν σηκωνόταν απ΄το κρεβάτι. Ο γιατρός που έφεραν, είπε στην οικογένειά του πως μέχρι εδώ ήταν το λαδάκι του. Ο κυρ Γιώργος το κατάλαβε και ζητούσε από την κόρη του να του βγάλει τις πιτζάμες και να του φορέσει την ποδιά της δουλειάς (εκείνη με τις 2 μεγάλες τσέπες που η μία είχε μέσα καρφάκια κι ένα μικρό σφυράκι και η άλλη ένα γαλλικό κλειδί για τις επείγουσες περιπτώσεις που κάποια γειτόνισσα θα του ζητούσε να σφίξει το λάστιχο της μπουκάλας του πετρογκάζ). Η ποδιά αυτή, η χιλιοφορεμένη, που στις καλές της εποχές ήταν από σκληρό ύφασμα, τώρα είχε γίνει ένα κουρέλι. Έκανε η κόρη του πως την έψαχνε, τη μια μέρα του έλεγε πως την έπλυνε και περιμένει να στεγνώσει, την άλλη πως θα την μπαλώσει… μέχρι που πέρασαν οι μέρες, τον λυπήθηκε ο Θεός και τον κάλεσε στην απάνω γειτονιά να του δώσει μια ολοκαίνουργια ποδιά.
Προπολεμική φωτογραφία με τον Γ. Κοκόλα (3ος από αριστερά) να διασκεδάζει σε ταβέρνα της Καισαριανής με τους: Ηλία Χατζηγεωργίου (μεταφορέας), Ευτύχη Βουτζαλή (κουρέας), Αγαπητό Αρετή (παντοπώλη) κ.α
Προπολεμική φωτογραφία με τον Γ. Κοκόλα (3ος από αριστερά) να διασκεδάζει σε ταβέρνα της Καισαριανής με τους: Ηλία Χατζηγεωργίου (μεταφορέας), Ευτύχη Βουτζαλή (κουρέας), Αγαπητό Αρετή (παντοπώλη) κ.α.