Ο Δημητράκης: Άρθρο της Σοφίας Τριανταφυλλοπούλου

0Shares
Print Friendly, PDF & Email

Ο Δημητράκης Χατζηευσταθίου

 

Γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου
Association of European Journalists
sofiarose1900@gmail.com

 

«Παρακαλούνται όσοι γνωρίζουν για τα εξής πρόσωπα να ειδοποιήσουν την υπηρεσία αναζητήσεων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, οδός Γ’ Σεπτεμβρίου 21».

Κάθε μεσημέρι ήταν ίδιο με το προηγούμενο και με το επόμενο. Κι εκείνη, ζούσε μόνο για τα μεσημέρια, μόνο για εκείνη την ώρα που άκουγε τις αναζητήσεις του ΕΕΣ.

Μαυροντυμένη -έμοιαζε γριά κι ας ήταν μόνο 25 χρόνων- καθόταν στο σκαμνάκι της και λαχτάρα κάρφωνε τα μάτια της στο μικρό ραδιόφωνο σαν να περίμενε να βγει από μέσα το παιδί της. Κι η φωνή στο ραδιόφωνο πάντα η ίδια, τα λόγια ίδια, μόνο τα ονόματα άλλαζαν: ο Θοδωρής, ο Κωνσταντής, η Θεώνη αναζητούσαν κάποιος Ευάγγελο, κάποια Μαρίκα, κάποια Κλειώ.

«Την τελευταία φορά εθεάθει εις τον λιμένα της Σμύρνης».

Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι, το μυαλό ταξίδευε στην τελευταία στιγμή που είδε τον Δημητράκη της, εκεί, στο «λιμένα της Σμύρνης», μέσα στο πλήθος που έτρεχε αλαφιασμένο να σωθεί, ανάμεσα σε μπόγους και γυναίκες που τραβούσαν τα μαλλιά τους. Πως της ξέφυγε από το χέρι, πως το πλήθος χώρισε μάνα και παιδί, πως εκείνη βρέθηκε μέσα στη βάρκα χωρίς το τζιέρι της, χωρίς το παιδί της, δεν κατάλαβε. «Σώπα», της λέγανε οι γύρω της, «θα μπήκε σε άλλη βάρκα, θα τον έβαλαν σε άλλο πλοίο».

Θυμάται την τελευταία φορά που κοίταξε πίσω. Η φωτιά και το αίμα των αθώων έβαφαν κόκκινη τη θάλασσα. Μια βολή ακουγόταν από το λιμάνι -ήταν όσοι έμειναν εκεί χωρίς ελπίδα πια. Είχαν σηκώσει τα χέρια τους στον ουρανό. Οι μελλοθάνατοι προσεύχονταν. Σιγά σιγά έπαψαν οι φωνές, κουλουριάστηκαν όλοι πάνω στο κατάστρωμα και δεν ακουγόταν τίποτα πια παρά μόνο ο ήχος της θάλασσας.

«Όποιος γνωρίζει κάτι, παρακαλείται να…», συνέχισε η φωνή κι εκείνη αναρωτιόταν που να βρίσκεται το παιδί της, γιατί κάπου θα βρίσκεται… Όχι, δεν μπορεί, είναι ζωντανό και την περιμένει σε κάποιο ορφανοτροφείο ίσως, σε κάποια οικογένεια που θα το περιμάζεψε. Να! Ο Μιχαλάκης της Ελπινίκης, πέντε χρονών παιδί, βρέθηκε προχτές -ευτυχώς θυμόταν το όνομά του. Κι ο Δημητράκης μου θα το θυμάται.

Τα πρώτα χρόνια, όποτε μάθαινε πως έφτανε πλοίο με πρόσφυγες, κατέβαινε στο λιμάνι του Πειραιά με τα πόδια, και ρωτούσε αν είδανε τον Δημητράκη της. Την είχανε μάθει οι αχθοφόροι και τη λυπόντουσαν: “Μην ξανάρθεις, κυρά μου, αν μάθουμε κάτι θα στο μηνύσουμε εμείς”, της έλεγαν. Μα εκείνη, πάντα εκεί, να βλέπει ανθρώπους να κατεβαίνουν, να σμ΄κιγουν με τους δικούς τους, να αγκαλιάζονται. Κι ύστερα άδειαζε η προβλήτα κι απέμενε μοναχή της να παραμιλά: «Αχ, να ‘μουν πουλί και να πετούσα πέρα απ΄τη θάλασσα να πάγω στο παιδάκι μου».

Και τα χρόνια περνούσαν, αλλάχτηκαν πολλές μπαταρίες στο ραδιοφωνάκι, μα η φωνή, η άχρωμη αυτή φωνή, πάντα με τον ίδιο τόνο: «Τον αναζητούν τ’ αδέλφια του”, “τον αναζητεί η μάνα του”, “τον αναζητούν οι συγγενείς».

Λίγο πιο κάτω είχαν γλέντι σήμερα, γύρισε με την ανταλλαγή αιχμαλώτων ο αγνοούμενος πατέρας. Τα τραγούδια κι οι χαρές έφταναν μέχρι το παράθυρή  της,  κι εκείνη, μαυροντυμένη στο σκαμνάκι της, περίμενε.

«Τώρα θα είναι είκοσι χρονών παλικαράκι», έλεγε στις γειτόνισσες και το βράδυ τον έβλεπε στον ύπνο της να έρχεται και να της χτυπάει την πόρτα: «Άνοιξε μάνα, γύρισα, γλίτωσα!». Αλαφιασμένη ξυπνούσε και σηκωνόταν να του ανοίξει, μα ήταν ο αέρας που χτυπούσε την πόρτα της δύστυχης.

Κάποτες, βρέθηκαν όσοι ήταν να βρεθούν, κλάφτηκαν όσοι είχαν κάποιους να τους κλάψουν, τα δάκρυα στέρεψαν κι η ζωή συνεχίστηκε. Όχι όμως για εκείνη που συνέχισε να ελπίζει.

«Τώρα θα είναι τριάντα χρονών», ξανάλεγε στις γειτόνισσες κι αυτές κουνούσαν το κεφάλι. «Πάει, τα ‘χασε η καημένη», λέγαν μεταξύ τους.

Ένα μεσημέρι, την πήρε ο ύπνος έξω στ΄αυλιδάκι της, ανάμεσα απ’ τους βασιλικούς και τα γεράνια. Έγυρε το κεφάλι της και το μαντήλι της γλίστρησε. Ο ήλιος ζέστανε τ΄άσπρα της μαλλιά. Αχ! τι γλυκός ύπνος! Ξάφνου ένα χέρι της χάιδεψε το μάγοπυλο. Άνοιξε τα μάτια της και τον είδε. Ο Δημητράκης της! Έπεσε στην αγκαλιά της και τη φιλούσε. «Σ’ έψαχνα μάνα τόσα χρόνια και να που σε βρήκα!». Αγαλλίασε η ψυχή της! Τι ευτυχία! «Θεέ μου, σ΄ευχαριστώ που βρήκα το παιδάκι μου!». Του  ‘πιασε το χέρι κι άρχισαν να περπατούν ευτυχισμένοι.

Κάπου, πέρα απ΄τη θάλασσα, σε κάποια αγιασμένα χώματα, υπάρχουν σκορπισμένα και ξεχασμένα τα κόκκαλα ενός παιδιού που το ‘λέγαν Δημητράκη. Ξεχασμένα απ’ όλους… ‘Οχι όμως κι απ΄τη μάνα του.