Γράφει η Σοφία Τριανταφύλλου
Οι σημερινοί παππούδες και οι γιαγιάδες της πόλης μας υπήρξαν κάποτε νέοι που παρ’ όλες τις δυσκολίες του τότε, διασκέδαζαν, χόρευαν και φλέρταραν. Για τις κοπέλες τα πράγματα ήταν δύσκολα καθώς δεν είχαν πολλές επιλογές. Τα ήθη δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά, κέντημα στις αυλές, επισκέψεις σε φίλες, κρυφοί καημοί αποτυπωμένοι με ψευδώνυμα σε λευκώματα και βόλτες οικογενειακές στο «νυφοπάζαρο» της Υμηττού. Εκεί, με κλεφτές ματιές και σημειωματάκια που έριχναν καθώς περνούσαν δίπλα από τον «καλό τους» γινόταν η συνεννόηση μεταξύ των δύο ερωτευμένων.
Οι νεαροί της εποχής με τα μαλλιά-κοκοράκι μπορεί να βόλταραν ελεύθεροι αλλά αν πιάνονταν μέσα σε σφαιριστήρια και μπιλιαρδάδικα δεν γλύτωναν τις σφαλιάρες! Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 το να κάνεις πάρτι δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πρώτα έπρεπε να το εγκρίνουν οι γονείς κι αν τελικά αυτό γινόταν υπήρχαν όροι: Στην καλύτερη περίπτωση οι γονείς θα ήταν παρόντες, στη χειρότερη θα έρχονταν θείοι και θείες –συνήθως γεροντοκόρες- για να κρατούν τα μπόσικα. Δεν επιτρέπονταν το σβήσιμο των φώτων (που έμοιαζαν με προβολείς), στο πάρτι θα σερβίρονταν μόνο αναψυκτικά και σουμάδα και το ποιους θα καλούσες θα πέρναγε από οικογενειακό συμβούλιο. Αν τελικά το πάρτι γινόταν, υπήρχε κι άλλο ένα «προβληματάκι», ποια κορίτσια θα έρχονταν γιατί εσύ μπορεί να τις καλούσες όλες αλλά ούτε οι μισές δεν θα περνούσαν την εξώπορτα, όχι επειδή δεν το ήθελαν, αλλά ο πατέρας «Θόδωρος με το δίκανο» δεν αστειευόταν ειδικά σε μια προσφυγική συνοικία όπως η Καισαριανή. Έφτανε λοιπόν εκείνο το βραδάκι που έβλεπες την Καιτούλα, την Πιπίτσα, και τη Νίτσα να καταφθάνουν και πέταγε η καρδιά σου σκεφτόμενος την ώρα των μπλουζ. Η χαρά σου όμως δεν κρατούσε πολύ αφού τα κορίτσια συνοδεύονταν από τον αδελφό τους.
Γίνεται κάτω από την αυστηρή επιτήρηση να πιείς το βερμουτάκι σου; Γίνεται! (αφού έχεις ποτίσει πρώτα τη θεία Αγλαϊα με 1-2 ποτηράκια και την έχει πάρει ο ύπνος πάνω στην πολυθρόνα). Γίνεται να σβήσουν τα φώτα, έστω και για λίγο; Γίνεται! (περιέργως ξαφνικά κάηκαν οι λάμπες …ή μήπως κάποιος τις είχε ξεβιδώσει;). Έτσι αυτά τα λίγα λεπτάκια ευτυχίας μέχρι να ξανανάψουν, εσύ έχεις χορέψει το «You are my destiny» αγκαλιά με το κορίτσι σου κάτω απ΄τη μύτη του αυστηρού θείου Βρασίδα που έκανε τα στραβά μάτια γιατί θυμήθηκε ότι κι αυτός ήταν κάποτε νέος .
Από τη δεκαετία του ’70 και τα πράγματα άρχισαν να χαλαρώνουν, μέχρι που φτάσαμε στη σημερινή εποχή όπου λίγοι κάνουν πάρτι κι ακόμα λιγότεροι φλερτάρουν κι λόγος είναι απλός: Όταν κάτι δεν έχει δυσκολίες κι απαγορεύσεις, χάνει τη γλύκα του!
Πάρτι στην Καισαριανή (1955). Στο κέντρο, ο τραγουδιστής Τζίμης Μακούλης, οι αδελφές Πολίτη, η Λίλη Χατζηγεωργίου και νεολαία της Καισαριανής.
Τρεις φίλοι με τις κιθαρίτσες τους έτοιμοι για καντάδα. Αριστερά ο Γιάννης Βεϊνόγλου (1953)
Ο Απόστολος Χατζηαντωνίου στη Λεωφ. Υμηττού (1955)