Το «ιστορικό» σπίτι του Γεωργίου Ζώρζου (κατασκευή 1934-1955), οδός Κορνόβο 4, Άνω Ιλίσια) με την κλειστή ξύλινη πόρτα που το χώριζε από τον Πειραιώτη αγοραστή.
Κατά την Κατοχή, οι μαυραγορίτες εκμεταλλεύονταν την οικονομική δυσχέρεια των πολιτών για να αποκτήσουν ακίνητα σε εξευτελιστικές τιμές. Συχνά χρησιμοποιούσαν προσύμφωνα ή ιδιωτικά συμφωνητικά για να δεσμεύσουν την τιμή πώλησης. Στη συνέχεια, καθυστερούσαν σκόπιμα την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας, ώστε να μειωθεί η αξία του προκαθορισμένου τιμήματος λόγω του ταχύτατου πληθωρισμού.
Στο βιβλίο «1809-2000 Ανατολικά της Αθήνας – τα “Κουπόνια” – Άνω Ιλίσια – Γουδί – Ζωγράφου», ο Ιωάννης Ζώρζος αφηγείται πώς ο πατέρας του Γιώργος, στην απελπισία του, αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι τους για τρόφιμα. Όμως, με μια ευρηματική μπλόφα, κατάφερε να αποφύγει την εκμετάλλευση. Ακολουθεί η μαρτυρία του Ζώρζου:
Στην Αθήνα, στου Ζωγράφου, στα Κουπόνια, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται οι μαυραγορίτες που προσπαθούν να αγοράσουν ό,τι βρουν, μια και τα λεφτά κάθε μέρα χάνουν την αξία τους. Οι άνθρωποι πουλάνε τα υπάρχοντά τους καθώς και τα σπίτια τους όσο-όσο, για να βρουν λίγα λεφτά και να αγοράσουν στη μαύρη αγορά τρόφιμα για να ζήσουν. Μετά το τραγικό γεγονός του αδερφού μου, ο πατέρας μου αγριεύει, πανικοβάλλεται -ο θάνατος του μικρού του στοίχισε πολύ- και γίνεται άλλος άνθρωπος. Αποφασίζει να πουλήσει ό,τι αξίζει από την προίκα της μάνας μου. Στην αρχή πουλάει τις καλές βελέντζες, το καλό τραπεζομάντιλο, βελούδινο, χρυσοκέντητο με τούλι του καφέ. Ένας Κουτσουνιώτης που ζήλεψε την κληματαριά μας ήρθε και αγόρασε τα κλήματα. Τα ξερίζωσε και τα φύτεψε στο σπίτι του. Αυτή η κληματαριά έβγαζε πάρα πολύ ωραία σταφύλια.
Μετά από αυτό, ο πατέρας μου, όπως και πολλοί Κουπονιώτες που έχουν αρχίσει να πουλάνε το βιος τους σε εξευτελιστικές τιμές, αποφασίζει να πουλήσει το σπίτι μας. Πρώτος αγοραστής που παρουσιάζεται είναι ένας Ζωγραφιώτης.
Ο πατέρας μου παίρνει προκαταβολή 50.000 δραχμές τις οποίες αμέσως μετατρέπει σε τρόφιμα. Στη μαύρη αγορά υπήρχαν τότε φασόλια, ρεβίθια, σταφίδες, χαλαμποκίτικο, σιτάρι. Όταν ήρθε η ώρα για να γίνει το συμβόλαιο, αρχίζει η μάνα μου να το υπογράφει. Άλλωστε αναρωτιέται πού να πάει με τέσσερα παιδιά. Η προκαταβολή όμως δεν υπάρχει για να επιστραφεί, έχει γίνει τρόφιμα. Το συμβόλαιο ματαιώνεται και ο πατέρας μου υπόσχεται να επιστρέψει την προκαταβολή. Μετά από μερικές μέρες ο πατέρας μου βρίσκει έναν νέο αγοραστή, από τον Πειραιά. Θα δώσει το σπίτι με καλύτερη τιμή. Παίρνει προκαταβολή 80.000 δραχμές, δίνει στον πρώτο αγοραστή τις 50.000 δραχμές και κανονίζουν να γίνει το συμβόλαιο σε μία εβδομάδα.
Περνάει η εβδομάδα και ο αγοραστής έχει εξαφανιστεί. Δεν εμφανίζεται στο ραντεβού για την πώληση. Μετά από πέντε-έξι ημέρες εμφανίζεται και προσπαθεί να δικαιολογηθεί στον πατέρα μου για την απουσία του. Όμως τα χρήματα κάθε μέρα που περνάει χάνουν την αξία τους. Η τιμή του σπιτιού ανεβαίνει συνεχώς.
Ο πατέρας μου του λέει ότι η συμφωνία τους ήταν να υπογράψει το συμβόλαιο την περασμένη εβδομάδα. Τώρα δεν γίνεται τίποτα και, εν πάση περιπτώσει, το καταραθό χάθηκε. Έγινε χωγιάς και ο αγοραστής άρχισε να απειλεί. Έρχονται τα βράδια φώναζε και απειλούσε αν δεν του δώσουμε το σπίτι…»
Αθηνά Ζώρζου 1912-1997
Γιώργος Ζώρζος 1909-1982
«Ένα βράδυ καθόταν όλη η οικογένεια κλεισμένη μες στο δωμάτιο και ο πατέρας επειδή φοβόταν μήπως έρθει ο αγοραστής και κάνει φασαρία, βάζει μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου όλα τα μαχαιροπίρουνα και το μπρούντζινο γουδί και λέει στη Μαρία: “Αν έρθει ο αγοραστής και κάνει φασαρία, θα σου φωνάξω ‘Μαρία, πιάσε το πιστόλι από το συρτάρι’, θα τραβήξεις το συρτάρι με δύναμη να πέσει κάτω να κάνει πολύ θόρυβο, μήπως φοβηθεί ο αγοραστής και σηκωθεί και φύγει”.
1950: Μερική άποψη των Άνω Ιλισίων (Κουπόνια). Από το ύψωμα της οδού Εκβατάνων και Αβύδου. Δεξιά η βίλα του «Σταματόπουλου-Ανδριανόπουλου»
(από την Κατοχή μέχρι το 1953 στο ισόγειο γινόντουσαν τα συσσίτια για τα παιδιά).
Όπως πράγματι, έτσι έγινε. Την ώρα που είχε έρθει ο Πειραιώτης και φώναζε και βροντούσε την πόρτα απ’ έξω, ενώ από πίσω ο πατέρας μου με τη μάνα μου κρατάγανε κόντρα για να μην την ανοίξει ο επιτιθέμενος, με τις φωνές και τις βρισιές του αναγκάζει τον επιτιθέμενο να φωνάζει με δύναμη στη Μαρία: “Μαρία, δώσε μου το πιστόλι να καθαρίσω το κάθαρμα, να πάει στο διάβολο”. Η Μαρία τραβάει το μαχαίρι και το μπρούντζινο γουδί, γίνεται πολύ θόρυβος και έντρομος ο Πειραιώτης το βάζει στα πόδια, τρέχοντας προς τα κάτω και όπου φύγει-φύγει.
Μετά το γεγονός αυτό ο αγοραστής εξαφανίστηκε και δεν μας ξαναενόχλησε. Άλλωστε τα χρήματα κάθε μέρα έχαναν την αξία τους από τον πληθωρισμό…»
Πηγή: Ιωάννης Ζώρζος «1809-2000 Ανατολικά της Αθήνας – τα “Κουπόνια” – Άνω Ιλίσια – Γουδί – Ζωγράφου» 2001