Κυριακάτικες περατζάδες στην Υμηττού της παλιάς εποχής

0Shares
Print Friendly, PDF & Email

Ο κινηματογράφος «Παλλάς» στην οδό Υμηττού τη δεκαετία του ’50.

   Γράφει η Σοφία Τριανταφύλλου

Ντύθηκε, στολίστηκε, έβαλε μπριγιαντίνη στο κοκοράκι του και κατηφόρισε προς την Υμηττού.

Που πας; του φώναξε η μάνα του μέσα απ΄το κουζινάκι

Με περιμένουν τα παιδιά, της είπε κι έφυγε γρήγορα-γρήγορα πριν αρχίσουν οι πολλές ερωτήσεις.

Τα «παιδιά» είχα στηθεί από νωρίς στην Υμηττού και περίμεναν. Περνώντας από το καφενείο του μπάρμπα Τακορώνη, τον είδε ένας θειός του.

Έλα εδώ μπρε! του φώναξε, άφησε τον ναργιλέ του, έβαλε το χέρι στη τσέπη και τον χαρτζιλίκωσε. Ήταν γεροντοπαλίκαρο ο θείος Τάκης. Την αγαπημένη του την έδωσαν σε άλλον κι ορκίστηκε να μην παντρευτεί ποτέ, ήξερε της αγάπης τον καημό και καταλάβαινε τον ανιψιό του.

Σε λίγο οι οικογένειες της Καισαριανής και του Βύρωνα θα κατέβαιναν στη λεωφ. Υμηττού για την καθιερωμένη βδομαδιάτικη βόλτα τους. Άλλοι θα έβλεπαν ταινία στο «Παλλάς», άλλοι θα κάθονταν στα ζαχαροπλαστεία κι οι περισσότεροι θα περπατούσαν πάνω – κάτω. Οι γριές είχαν πιάσει κι αυτές τις θέσεις τους σε καίρια σημεία απ΄όπου έβλεπαν τους πάντες και τα πάντα, έτοιμες για κουσκουσέλια!

Βρήκε τους φίλους του έξω από το φωτογραφείο του Σκανάτοβιτς, χάζευαν τις όμορφες κοπέλες στις φωτογραφίες της βιτρίνας. Έψαξε να βρει τη δική του…

-Μην την ψάχνεις, του λέει ο Γιώργος ο πατσακίλας, ήρθε ο αδελφός της κι έκανε φασαρία. Πάμε για στραγάλια.

Ρε σεις, δεν πάμε καλύτερα στην Αρμάου να μας πει τα μελλούμενα;

Τη στιγμή εκείνη πήρε το μάτι τους κάτι καλόπαιδα με γυαλισμένα σκαρπινάκια, που έρχονταν από άλλες περιοχές να δουν τις προσφυγοπούλες. Άστραψε το μάτι τους!

Τι γυρεύετε εσείς εδώ;

Ότι θέλουμε, λογαριασμό θα σας δώσουμε;

Κουβέντα στην κουβέντα άναψε ο καυγάς μα κιότεψαν τα «σκαρπινάκια» κι έτσι αποφθέχτηκαν τα χειρότερα, γεμίζοντας απογοήτευση την πιτσιρικαρία που είχε μαζευτεί περιμένοντας τζερτζελέ. Εκείνη την ώρα κατέβαιναν και τα κορίτσια, όλα μαζί αγκαζέ κι από πίσω –σε απόσταση αναπνοής- γονείς κι αδέλφια …που να τολμήσεις να πλησιάσεις! Μείνανε τ΄αγόρια να τις βλέπουν και να μην τις χορταίνουν! Οι γριές σταματήσανε να τρώνε σπόρια και περίμεναν να δούνε κάτι το ελάχιστο, για να πάρουν τα στόματά τους φωτιά. Μα όλα γίνανε τόσο μυστικά και όμορφα που κανείς δεν πρόλαβε να πάρει χαμπάρι τίποτα. Ούτε το μαντηλάκι που –τάχα μου- έπεσε από την Κλειούλα, ούτε το μπιλιετάκι για κρυφό ραντεβού που έδωσε ο Βασίλης στη Μαρία κάτω από τη μύτη του πατέρα της, ούτε το λουλουδάκι που έδωσε ο Ηλίας στην Αννούλα του. …και συνέχισαν οι γριές τα σπόρια τους κι οι πατεράδες τη βόλτα τους ικανοποιημένοι που δεν έγινε τίποτα «το μεμπτόν».  Όσο για τα νόμιμα ζευγαράκια, αυτά απολάμβαναν την ελάχιστη ελευθερία τους όσο ήταν αρραβωνιασμένα και την πλήρη αφού είχε μπει το στεφάνι «Με δόξα και τιμή», διασκεδάζοντας και χορεύοντας υπό τους ήχους του γραμμοφώνου στου «Ιωακείμ» και με τζουκ μποξ στην ταβέρνα του Τριανταφυλλόπουλου.

Κομψές και γεμάτες χάρη, τρεις νεαρές Καισαριανιώτισες κατεβαίνουν την Υμηττού (1942) Αριστερά, η Καλλιόπη Τσαπάρα αγκαζέ με την Πόπη (Θελξιώπη) Χατζηαντωνίου  και μία φίλη τους. Η Καλλιόπη και η Πόπη έγιναν αργότερα Παναγιωτίδη αφού παντρεύτηκαν 2 αδέλφια. Η Πόπη, είναι η γνωστή κυρα Πόπη που είχε το ψιλικατζίδικο στη γωνία Σκοπευτηρίου & Πανιωνίου στην Καισαριανή.

Η Στεφανία Σάββα και ο αρραβωνιαστικός της Πέτρος Λαδάς. Σε ρομαντική βόλτα  στο σκοπευτήριο, δίπλα από το «εξοχικόν κέντρον Ιωακείμ (μετέπειτα «Χάραμα») το 1953.