Ιστορία: Εργίνα και Ουρανία – Δυο γυναίκες με καρδιά λιονταριού

0Shares

Γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου
sofiarose1900@gmail.com

Association of European Journalists (AEJ)

Λιμάνι Ρεθύμνου 1916. Η 17χρονη Εργίνα (Εργινούσα) Τζεκάκη μπήκε στο καράβι κρύβοντας κάτω από το μαντήλι της το πρόσωπό της. Στην προβλήτα  δεν υπήρχε κανείς να την αποχαιρετήσει. Ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα του πλοίου, έδωσε το εισιτήριο της, βρήκε μια γωνίτσα και μέχρι να φτάσει στον Πειραιά δεν σάλεψε από εκεί. Η Κρήτη εκείνου του καιρού δεν σήκωνε πολλές ελευθερίες και η Εργίνα ήταν αρκετά ατίθαση για να αντέξει την περιορισμένη ζωή που της ετοίμαζαν. Περιφρόνησε λοιπόν την πλούσια οικογένειά της η οποία στη συνέχεια την αποκλήρωσε γράφοντας στο όνομά της μόνο 1 τετραγωνικό μέτρο γης για να μην μπορέσει να διεκδικήσει τίποτα από την μεγάλη περιουσία!
Όταν έφτασε στην Αθήνα έπιασε δουλειά σ΄ένα γιαουρτάδικο στο Κολωνάκι κι όριζε την ζωή της όπως εκείνη έκρινε.
Αργότερα, ερωτεύτηκε τον Κώστα Παπαθανασίου. Από τον δεσμό αυτό έμεινε έγκυος και τον Ιανουάριο του 1932, γέννησε εκτός γάμου (κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή),  το μοναδικό της παιδί την Ουρανία, που ήταν από τα πρώτα μωρά που γεννήθηκαν στο μαιευτήριο ΕΛΕΝΑ λίγο καιρό πριν γίνουν τα επίσημα εγκαίνια του το 1933. Τον πατέρα της δεν τον γνώρισε ποτέ, παρόλο που την αναγνώρισε στο ληξιαρχείο.

Η Εργίνα σε μεγάλη ηλικία

Εκείνο τον καιρό, λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Εργίνα δεν θα μπορούσε να έχει πάει πουθενά αλλού παρά μόνο στην Καισαριανή της προσφυγιάς και των πονεμένων ανθρώπων της, που δεν ρωτούσαν πολλά πολλά για το πως βρέθηκε μια ανύπαντρη μητέρα ανάμεσα τους.
Κι έτσι, σε μια παράγκα της Καισαριανής ξεκίνησε να παλεύει με νύχια και με δόντια για την επιβίωση

Από μικρή η Ουρανία σκάρωσε στιχάκια, όπως έφτιαχνε κι η μάνα της στα νιάτα της μαντινάδες, που την καλούσαν στα σπίτια για να τις πει. Με χίλια δύο βάσανα μεγάλωνε το μοναχοπαίδι της η Εργίνα, μέχρι που έφτασε η Κατοχή και αποφάσισε να γυρίσουν στην Κρήτη γιατί στην Αθήνα υπήρχε μεγάλη πείνα.
Λίγα χρόνια αργότερα, η Ουρανία έγινε μια όμορφη κοπέλα που είχε κληρονομήσει από την μητέρα της τον ατσάλινο χαρακτήρα της αλλά και το πείσμα της. Ήταν μόλις 17 ετών όταν παντρεύτηκε τον 18χρονο Ευάγγελο Λιανδράκη και το 1955 αποφάσισαν να φύγουν οικογενειακώς από την Κρήτη (είχαν ήδη 2 παιδιά, τον Κωνσταντίνο και τον Στυλιανό). Εγκαταστάθηκαν στους Αμπελόκηπους όπου ο Ευάγγελος δούλευε σε ένα βενζινάδικο στην Πανόρμου και η κυρά Εργίνα πουλούσε λιβάνι που έφτιαχνε μόνη της, κεράκια, καρβουνάκια και κουλουράκια για να φέρνει ένα κομμάτι ψωμί στο σπίτι.
Το κισμέτι τους όμως ήταν η Καισαριανή. Το 1957, η κυρά Εργίνα είχε μάθει από φίλες της καισαριανιώτισσες πως υπήρχε μια άδεια παράγκα, 30 μέτρα από την οδό Χίου προς τον παλιό Άϊ Νικόλα, δίπλα σ΄ένα μεγάλο ευκάλυπτο και πίσω από άλλες τρεις παράγκες.  Η γριούλα που έμενε εκεί είχε πεθάνει πρόσφατα. Νύχτα μπήκαν για να μην τους δει κανείς και φωνάξει τον Δήμο.
Ανατολικά έμενε η κυρία Πολυτίμη, νονά του Νίκου  Κατσούδα (εγγονού του Ψαχούλα) και αργότερα συμμαθητή του Στυλιανού Λιανδράκη. Στη μέση έμενε ο μπάρμπα Χρήστος και δυτικά η κυρία Κατίνα (στο ίδιο σημείο σήμερα υπάρχει το γήπεδο μπάσκετ, Βασ. Αλεξάνδρου και Χαλκηδόνος γωνία).

 

 

Οι προσφυγικές παράγκες δίπλα στους μεγάλους ευκάλυπτους
στις όχθες του ντερέ (ρέμα) στην Καισαριανή

Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στην παράγκα που τη χτυπούσε ο αέρας κι βροχή, αλλά τι να έκαναν; ας έμεναν έστω και προσωρινά. Κι έτσι έγινε, μέχρι που το 1960, μετά από κλήρωση δόθηκαν προσφυγικά σπίτια κι η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Κιουπεκτσιόγλου και Πριήνης 1.
Και τα παιδιά έγιναν 8,  επτά αγόρια κι ένα κορίτσι.
Μόνο ο Στυλιανός έμεινε με την γιαγιά στην παράγκα  για αρκετά χρόνια.
Ο Βαγγέλης όλη μέρα στο γιαπί, τότε ήταν η εποχή της ανοικοδόμησης, και η Ουρανία καθαρίστρια στο ΙΚΑ Παγκρατίου (και αργότερα νοσοκόμα).
Τις ατέλειωτες ώρες που δούλευε, η Ουρανία έγραφε και τραγούδια, στίχους. Αφού το σκεφτόταν για καιρό, μια μέρα το αποφάσισε και πήγε στον Στέλιο τον Χρυσίνη και του έδωσε το τραγούδι “Ενα σπιτάκι ρημαγμένο”. Του άρεσε του Χρυσίνη πολύ, το μελοποίησε και χρόνια αργότερα το τραγούδησε η Πίτσα Παπαδοπούλου.
Σαν είδε πως οι στίχοι της άρεσαν (ήταν περίπου το 1964), μάζεψε όσο θάρρος είχε και πήγε στο σκοπευτήριο της καισαριανής, στο ΧΑΡΑΜΑ που δούλευε ο Τσιτσάνης, να τον ρωτήσει αν οι στίχοι της ήταν καλοί. Εκείνος τους διάβασε με προσοχή και της είπε:
– Όπως γράφουν αυτοί που ακούς στο ραδιόφωνο, έτσι γράφεις κι εσύ. Όμως εγώ τα τραγούδια τα γράφω μόνος μου, γι αυτό θα σε στείλω στον Απόστολο Καλδάρα στο Χαλκούτσι που είναι το εξοχικό του
Της έδωσε το τηλέφωνό του Απόστολου και της είπε να μην του πει ότι την έστειλε αυτός, γιατί δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά. Πράγματι, πήγε και του έδωσε τους στίχους του τραγουδιού “Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά”.

Η Ουρανία με τους γιούς της Παναγιώτη και Στυλιανό και τον Γιώργο Μαργαρίτη

Τότε είχε χάσει την κόρη του ο Καλδάρας και αυτοί οι στίχοι κάπως του χτύπησαν στην καρδιά, έτσι έγραψε τη μουσική και το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία με τη φωνή του Νίκου Ξανθόπουλου στην ταινία “Είμαι μια δυστυχισμένη” με πρωταγωνίστριες την Μάρθα Βούρτση και την Αφροδίτη Γρηγοριάδου.
Αργότερα κυκλοφόρησε σε δίσκο από τη Χαρούλα Λαμπράκη. Όπως διηγείται η Χαρούλα Λαμπράκη σε συνέντευξή της στην Έμυ Δούρου:
“Ο Καλδάρας μου έδωσε την πρώτη μου μεγάλη επιτυχία, το «Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά», που με πέρασε από την ανωνυμία στην επωνυμία. Με φωνάζει μια μέρα στο σπίτι του, μπαίνω στο σαλόνι, μου λέει: «Καλώς τη Χαρούλα». Όπως καθόμασταν βλέπω απέναντι μια κομότα κι επάνω της ένα μικρό βαζάκι, τρία τέσσερα κεράκια, ένα καντηλάκι και τη φωτογραφία ενός κοριτσιού. Δεν είπα τίποτα. Τι θα μπορούσα να πω; Και παίρνει την κιθάρα του και ξεκινά να παίζει «Αν υπάρχουνε αγάπες και στην άλλη τη ζωή, η δική μου η αγάπη θα είσαι πάλι μόνο εσύ». Αυτό το τραγούδι που πολλοί πιστεύουν ότι είναι ερωτικό, δεν είναι. Είναι γραμμένο για το παιδί του. Για το κοριτσάκι του που πέθανε. Μου έκανε πρόβα κι έκλαιγε. Και εγώ τον κοίταζα και τα είχα χάσει. Είπα το τραγούδι κι έκλαιγα κι εγώ.”
Μετά από λίγο καιρό του ξαναπήγε δυο-τρία τραγούδια αλλά δεν του άρεσαν πολύ. Μόλις γύρισε σπίτι τού τηλεφώνησε για να του πει κι άλλο ένα που το είχε μαζί της αλλά είχε ντραπεί να του το δείξει. Ο Απόστολος την παρότρυνε να του το πει από το τηλέφωνο, κι όταν το άκουσε της λέει κατενθουσιασμένος:
-Αυτό είναι!
Ήταν το “Τα καλά όλου του κόσμου” που το τραγούδησε ο Νίκος Ξανθόπουλος στην ταινία “Ξεριζωμένη γενιά” (1968) και αργότερα σε δίσκο η Χαρούλα Λαμπράκη. Του χάρισε μάλιστα και τους στίχους του τραγουδιού “Δεν σε κρίνω που δεν μ’ αγαπάς” που μπήκε από την άλλη πλευρά του δίσκου και το είπε ο Μανώλης Αγγελόπουλος.
– Τους στίχους σου να τους πουλάς, να μην τους χαρίζεις, την είχε συμβουλέψει η Ευτυχία Παπαγιανοπούλου αλλά η Ουρανία ήταν από τη φύση της άνθρωπος δοτικός. Δέκα τραγούδια έγραφε, για τα τρία πληρωνόταν.
Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν οι στίχοι για τα τραγούδια: “Μακριά αγάπη μου, μακριά” (σύνθεση: Απόστολος Καλδάρας, τραγούδι: Μιχάλης Μενιδιάτης), “Ένα σπίρτο αναμμένο” (συνθέτης και τραγουδιστής: Γρηγόρης Μπιθικώτσης), “Έλα ν΄αλλάξουμε καρδιές” & “Οι μερακλήδικες καρδιές” (συνθέτης: Γιώργος Κονιτόπουλος, τραγούδι: Φωτεινή Μαυράκη), “Απ τη ζωή στον θάνατο” (Ελένη Λεγάκη).
Με τον Νίκο Παταβούκα συνεργάστηκε στους στίχους των τραγουδιών “Έχεις τον έρωτα στο αίμα σου”, “Τα κυκλαδίτικα νησιά”, “Να ‘χα των πουλιών τη χάρη”, “Ας είχε ο χωρισμός καρδιά”
Μια μέρα του 1988 η γιαγιά Εργίνα είπε στον εγγονό της Στέλιο πως κουράστηκε πια να ζει. Σταμάτησε να τρώει, έπεσε σε λήθαργο, κι ύστερα από 3-4 μέρες  η ψυχή της πέταξε  στον ουρανό σαν πουλάκι..
Τέσσερα χρόνια μετά, η ευαίσθητη καρδιά της Ουρανίας δεν άντεξε. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 60 ετών αφήνοντας τα 8 παιδιά της με τις αναμνήσεις μιας άξιας μάνας που πάλεψε σκληρά για να τα μεγαλώσει (τον Κωνσταντίνο, τον Στυλιανό, τον Μανώλη, τον Νίκο, τον Γιώργο, τον Πάνο, τον Σπύρο και τη Μαρία).