Γράφει ο Σπύρος Τζόκας, Πανεπιστημιακός – συγγραφέας
Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου του 1927, από γονείς Σπαρτιάτες. Μαθήτρια ακόμη του Γυμνασίου οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση κατά των δυνάμεων Κατοχής. Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που δεν θεωρούσε μάταιη πράξη τον αγώνα για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Δεν θεωρούσε μάταιη πράξη τη θυσία για τα ιδανικά. Δεν θεωρούσε αυταπάτες τις αγωνίες για ένα καλύτερο κόσμο.
Μικρή ήταν ένα ήσυχο και μερικές φορές ονειροπόλο κοριτσάκι. Της άρεσε να φτιάχνει ιστορίες, να μπαίνει μέσα σε αυτές και να χάνεται. Μερικές από τις ιστορίες αυτές ήταν ανθρώπων καλών που πολεμούσαν το κακό. Της άρεσαν αυτοί οι άνθρωποι που κατασκεύαζε με τη φαντασία της. Της άρεσαν οι καλοί άνθρωποι… ήταν δεν ήταν ήρωες. Και στο σινεμά χειροκροτούσε τη νίκη του καλού. Της άρεσε ο κινηματογράφος και εκείνης και της οικογένειας της.
«Από τότε που πάτησαν οι Γερμανοί το πόδι τους στην Ελλάδα μας έχουν συμβεί τα χειρότερα. Έχουμε χάσει τα όνειρα μας.. Ο κόσμος χάνει την ομορφιά του. Αλλά ο κόσμος είναι σαν το σινεμά.. στο τέλος θα νικήσουν οι καλοί και θα χειροκροτήσουμε, όπως στο σινεμά!! Η ζωή μοιάζει με παραμύθι μητέρα. Το ξέρεις…»
Έλεγε στη μητέρα της η Ηρώ, όταν τα όνειρα της έμοιαζαν με εφιάλτες. Ήταν τόσο τρυφερή μέσα στον άγριο κόσμο. Στα όνειρα της είχε βάλει πανί για να τα βλέπει σαν οθόνη κινηματογράφου. Και ονειρευόταν και αγαπούσε τόσο τη ζωή. Η ζωή, όμως, δεν ήταν όπως το σινεμά.
Η Ηρώ γαλουχήθηκε διαφορετικά. Να είναι ανεξάρτητη και να έχει ένα επάγγελμα για να μπορεί να ζει. Να μην εξαρτάται από κανέναν. Και αυτό έκανε. Έξυπνο παιδί και καλή μαθήτρια ήταν και, κυρίως, επιθυμούσε να σπουδάσει. Την επιθυμία της αυτή την ενθάρρυναν και από το σπίτι.
Και ο πατέρας της θυμόσοφος. Τις Κυριακές η μικρή Ηρώ συνήθιζε να ακολουθεί τον πατέρα της στο καφενείο. Ήθελε να είναι μαζί του. Διαμαρτυρόταν όταν έφευγε χωρίς αυτή. «Κορίτσι μου το καφενείο δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για παιδιά της ηλικίας σου.» Της έλεγε εκείνος. Και εκείνη με μια παιδική αφέλεια απαντούσε: «Γιατί; Τι σας πειράζω;» Και ο πατέρας πάντα υποχωρούσε.
Η Ηρώ εκεί απολάμβανε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστό υποβρύχιο μέσα σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό ή έτρωγε το μεζέ του ούζου του πατέρα της και εκείνος συγκαταβατικά έπινε το ούζο ξεροσφύρι. Μόνο κάποιες φορές το καλοκαίρι, όταν περνούσε ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το έσπρωχνε στο χωματόδρομο, τότε ο πολύπαθος πατέρας απολάμβανε το ούζο του με τον μεζέ.
Το ανάστημα αυτό της οικογένειας δεν ήταν ανεκτό. Ήταν πολύ ψηλό για να γίνει ανεκτό. Το τίμημα ήταν βαρύ. Σαν αρχαία τραγωδία. Δεν υπήρχε Νέμεσις, γιατί δεν υπήρχε Ύβρις. Αντίθετα μάλιστα. Και όμως, η οικογένεια τιμωρήθηκε, καθώς είχε στις τάξεις της μια σύγχρονη Αντιγόνη. Έτσι, εξάλλου, την έλεγε και ο δάσκαλος, Αντιγόνη, καθώς έλεγε πάντα τη γνώμη της χωρίς υπολογισμούς και χωρίς φόβο.
Η Ηρώ ήταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Έμαθε από την οικογένεια της να κρατάει το στόμα της κλειστό και να είναι ψύχραιμη στις δύσκολες στιγμές. Και έτσι ένα χαριτωμένο κορίτσι, ένα τρυφερό κορίτσι μεταμορφωνόταν σε έναν καλό στρατιώτη. Από τη μια στιγμή στην άλλη μεταμορφωνόταν σε έναν έμπιστο στρατιώτη. Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου έκρυβε όπλα και προκηρύξεις στην ποδιά της.
Καθημερινά σχεδόν μετέφερε τις προκηρύξεις σε περιοχές που είχαν συνεννοηθεί και εκεί τις έπαιρναν συναγωνιστές της και τις μοίραζαν. Συλλαμβάνεται στις 31 Ιουλίου 1944. Εκείνη τη μέρα είχε τελειώσει τις απολυτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου.
«Οι Γερμανοί έπιασαν το κοριτσάκι μας…. Χθες το βράδυ. Δεν πρόλαβε να φύγει. Την κάρφωσαν.» Η γειτονιά ανάστατη, κερωμένη. Το όμορφο και γελαστό κορίτσι της γειτονιάς στην ειδική ασφάλεια για ανάκριση. Στο κάτεργο της Μέρλιν. Επί τέσσερα μερόνυχτα τη βασάνιζαν να μαρτυρήσει τους συνεργάτες της. Αλλά ούτε τα βασανιστήρια ούτε οι δελεαστικές προτάσεις που της έκαναν απέδωσαν.
Ο υποτιθέμενος έλληνας, βοηθός του γερμανού ανακριτή φρόντισε να τη συμβουλεύσει να είναι συνεργάσιμη. Αυτός έκανε τη βρώμικη δουλειά.
«Σε λίγα λεπτά θα φύγεις, αν συνεργαστείς. Μην ταλαιπωρήσεις τον εαυτό σου. Έτσι και αλλιώς έχουν τους τρόπους να σε κάνουν να μιλήσεις. Μην κάνεις τη ζωή σου δύσκολη. Νέα κοπέλα είσαι… και όμορφη. Έχεις μέλλον μπροστά σου.»
Το χυδαίο και αποκρουστικό πρόσωπο του χαφιέ έφερνε εμετό στην Ηρώ. Ήθελε να τον φτύσει, αλλά δεν το έκανε. Κρατήθηκε. Ίσως δεν άξιζε ούτε το φτύσιμο της. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος. Για εκείνη ήταν κάτι το αδιανόητο.
Απέναντι της τώρα στήθηκε ο γερμανός ανακριτής, που θα την εξέταζε. Σκυθρωπός και άγριος. Κάθισε απέναντι της. Στύλωσε τα μάτια του πάνω της και την κάρφωσε με το βλέμμα του. Ένα βλέμμα διαπεραστικό, απόκοσμο. Τρομάζεις μόνο με αυτό.
«Ηρώ Κ…..;»
«Μάλιστα.»
«Κομ… Κι έπειτα ελληνικά: Εσύ, ΕΠΟΝ, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΚΚΕ πού;»
«Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να μου πείτε!»
Απάντησε η Ηρώ, χωρίς να τον κοιτάζει. Το πρόσωπο του Γερμανού έγινε κόκκινο από θυμό. Καταλάβαινε ότι η δουλειά δεν πάει καλά. Κοίταξε τον υποτιθέμενο διερμηνέα, τον χαφιέ. Εκείνος το κατάλαβε και μπήκε στη μέση με τα γλυκόλογά του, που προκαλούσαν εμετό.
«Κορίτσι μου μην ξεχνάς τι σου είπα. Όλα πρέπει να τα μολογήσεις. Ο κύριος ανακριτής ρωτάει σε ποια απ’ αυτές τις οργανώσεις ήσουνα; Μην παριστάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Τον εκνευρίζεις. Δεν πρόκειται να κερδίσεις τίποτα. Κατάλαβες;»
«Δεν ανήκω σε καμία οργάνωση. Σε καμιά, εφόσον επιμένετε να απαντήσω.»
«Νιξ; Νίξ;»
Ούρλιαξε ο ανακριτής. Μα κρατήθηκε ακίνητος στη θέση του. Είχε άλλους για λογαριασμό του.
Δυο τρεις άλλοι που βρίσκονταν εκεί την πλησίασαν απειλητικά. Σε λίγο έπιασαν δουλειά. Άρχισαν να τη χτυπούν. Την ξαναρώτησαν. Δεν απάντησε τίποτα. Ούτε οργανώσεις, ούτε πρόσωπα.
«Δεν ήμουν σε καμιά οργάνωση. Δεν έχω καμία σχέση με τα πρόσωπα που μου αναφέρετε. Γείτονες ήταν και κάναμε παρέα. Μιλούσαμε.»
Η Ηρώ δεν έβγαζε λέξη παραπάνω από τα τυπικά. Δεν είπε ούτε μια λέξη παραπάνω. Ο χαφιές την πίεζε, άλλοτε με παραπλανητικό πλην ελεεινό τρόπο και άλλοτε με απειλές. Όταν έχανε την ψυχραιμία του, έβριζε και χαστούκιζε το κορίτσι. Ήθελε με κάθε τρόπο να διατηρήσει τα παράσημα του και την θέση του. Να προσφέρει τις καλές υπηρεσίες στα αφεντικά.
«Είσαι ξεροκέφαλη. Εγώ σε προειδοποίησα. Δεν θέλεις να μ’ ακούσεις. Θα το φας το κεφάλι σου. Δεν θα φύγεις ζωντανή από ‘δω.»
Ο ανακριτής έκανε νόημα στο σκοπό. Κάτι ήθελε. Βγήκε έξω και ξαναγύρισε κρατώντας ένα σχοινί. Της έδεσαν τα χέρια σε μια καρέκλα. Την άρπαξαν από τα πόδια. Δεν πρόφτασε να καταλάβει τι ήθελαν να την κάμουν και το σώμα της ζυγιζόταν στο κενό. Τη χτυπούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη. Λιποθύμησε. Όταν ξανάρθε στις αισθήσεις της ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα, πλημμυρισμένη στο νερό.
Άρχισαν πάλι τις ερωτήσεις. Η Ηρώ απτόητη, θαρραλέα, σαν έτοιμη από καιρό κρατούσε. Υπέφερε και πονούσε. Ήταν σε άλλη διάσταση τώρα.
Ο ανακριτής είχε γίνει έξαλλος. Καμία πληροφορία. Τι θα έλεγε στους ανωτέρους του; Έχασε την ψυχραιμία του και όρμησε και ο ίδιος στο κορίτσι και το άρπαξε από το λαιμό. Την έσφιξε δυνατά. Τα νύχια του χώθηκαν στο κρέας.
«Θα σε σκοτώσω. Θα σε σκοτώσω.»
Ούρλιαξε.
Η κοπέλα ζαλίστηκε. Μέσα στη ζάλη της ένιωσε τον εαυτό της σαν ένα κουβάρι που το κλωτσούν από τη μια άκρη στην άλλη πάνω στο πάτωμα. Την κάθισαν πάλι στην καρέκλα. Πάλι νερό στην πλάτη. Η ηρωική της στάση εξαγρίωνε τους βασανιστές. Την έδεσαν πάνω στο τραπέζι. Οι πληγές πονούσαν φριχτά. Ο χαφιές ανέβηκε πάνω στο τραπέζι και την τραβούσε από τα μαλλιά για να τη σηκώσει ψηλά. Τη γύρισαν. Ένας Γερμανός γονάτισε πάνω στη ράχη της. Την παίδεψαν…. τη βασάνισαν λογής-λογής βασανιστήρια ώρες. Λέξη δεν πήραν από το στόμα της.
Τέσσερις μέρες και νύχτες κράτησε η ανάκριση του ηρωικού κοριτσιού. Ούτε μια λέξη, ούτε μία πληροφορία, ούτε μία υποχώρηση. Οι ανακριτές το πήραν απόφαση. Οι Γερμανοί τη μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου, στο θάλαμο των μελλοθανάτων…. Το γελαστό κοριτσάκι της γειτονιάς ήταν υποψήφιο για εκτέλεση.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1944, η Ηρώ οδηγήθηκε μαζί με άλλους 49 κρατουμένους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εκεί οι χιτλερικοί έστησαν στον τοίχο την έφηβη που δεν είχε καν δικαστεί και τη «γάζωσαν» με 17 σφαίρες- όσα ήταν και τα χρόνια της -για «παραδειγματισμό», όπως είπαν. Η ίδια λίγο πριν οι εκτελεστές της ανοίξουν πυρ έσκισε το φόρεμά της και φώναξε: «Χτυπάτε! Κτήνη»….
Και τώρα Ηρώ; Τα όνειρα τώρα στο πανί άλλαξαν και έγιναν εφιάλτες. Δεν θα νικήσουν οι καλοί τους κακούς; Δεν θα χειροκροτήσουμε στο τέλος;