«Η ταβέρνα του μπάρμπα Λια ή «Συβρισάρι» στην Καισαριανή». Σπονδή στην παραδοσιακή ταβέρνα.
Γράφει ο Σπύρος Τζόκας, Πανεπιστημιακός – Συγγραφέας
«Μες στην υπόγεια ταβέρνα/ μες σε καπνούς και σε βρισιές/ απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα/ όλη η παρέα πίναμε εψές…». Λογοτέχνες, όπως ο Κώστας Βάρναλης, που έγραψε αυτούς τους στίχους, αλλά και εργάτες, ρεμπέτες, φοιτητές, πολιτικοί, έχουν κάνει σπονδή στην παραδοσιακή ταβέρνα με κεχριμπαρένια ρετσίνα, νόστιμο μεζέ και τραγούδι. Κατεβαίνεις μερικά σκαλοπάτια ή περνάς την ξύλινη πόρτα και βρίσκεσαι σε έναν κόσμο διαφορετικό. Εδώ οι άνθρωποι μιλούν με τη γλώσσα της ψυχής και όχι της λογικής. Πίνουν, μιλούν, τραγουδούν, γλεντούν, αδελφώνονται, αγαπούν, πονούν, υποφέρουν, θυμούνται, λυτρώνονται.
Η ταβέρνα δέθηκε με τους μικρασιάτες, δέθηκε με την Καισαριανή. Άνθισε στις γειτονιές του συνοικισμού. Οι μικρασιάτες πρόσφυγες αλλάζουν την μέχρι τότε μορφή της και της δίνουν μεγάλη ώθηση. Μέχρι το 1922 στις περισσότερες ταβέρνες της Αθήνας οι μουσικοί παίζουν δημοτικά τραγούδια. Οι Μικρασιάτες φέρνουν έναν άλλο τρόπο διασκέδασης και η ορχήστρα, στημένη στο κέντρο του καταστήματος, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν δεν υπάρχει ορχήστρα στην ταβέρνα, την στήνουν οι θαμώνες. Ιδιαίτερα όταν έρχονται στο τσακίρ κέφι.
Στις ταβέρνες μιλούσε και τραγουδούσε η αληθινή Καισαριανή. Ποιος Καισαριανιώτης δεν θυμάται τις ιστορικές ταβέρνες του Κιορπέ, του Μαρινάκη, του Τσομπανάκου, του Τσανάκου, το κουτούκι της Λυδίας, του μπάρμπα Λια ή «Συβρισάρι», του «Λευτέρη», του «Κιτσίνη» (εκεί που έγινε το περιστατικό με το Μόυργο… κάποια στιγμή θα γράψω και για αυτά) κάποια από τις ταβέρνες της γειτονιάς, όπως του Γκελερή στη Μακρυγιάννη ή το «πράσινο» και τόσες άλλες;
Η ταβέρνα του Τσομπανάκου λειτουργεί και στις μέρες μας. Τέλεια παϊδάκια, ατμόσφαιρα, Άκης Πάνου και καλή καρδιά. Το μαγαζί είναι κάτι σαν το μουσείο της διακόσμησης της ελληνικής ταβέρνας. Όλοι οι τοίχοι σκεπασμένοι με κάδρα, φωτογραφίες και διακοσμητικά αντικείμενα. Έξι μεγάλα βαρέλια κρασιού ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα, δεκάδες μπακίρια, ξερές κολοκύθες, σταμνιά και τσουκάλια, φωτογραφίες της παλιάς Αθήνας, αλλά και της Σμύρνης, πίνακες ζωγραφικής, αποκόμματα εφημερίδων με αφιερώματα στην ταβέρνα, γελοιογραφίες και σκίτσα του Μεσοπολέμου, πολλά ξυπνητήρια στη σειρά, μπάλες ποδοσφαίρου και μια μεγάλη συλλογή από παλιές μάρκες τσιγάρων. Φημίζεται για τα φρούτα του δάσους, όπως αποκαλούν τα «παϊδάκια», οι άνθρωποι του μαγαζιού. Ο Θεόφιλος Κανονιέρης συνεχιστής της παράδοσης προσφέρει στο τέλος καταϊφι εξαιρετικό.
Το κουτούκι της Λυδίας, επίσης, είναι ο ορισμός του κλασικού κουτουκιού. Παϊδάκια, λουκάνικα, τηγανητές πατάτες, σπιτικοί μεζέδες και άφθονο, χύμα κρασί Νεμέας “πλημμυρίζουν” τα τραπέζια του μαγαζιού, τα οποία είναι στρωμένα με τα στυλάτα Libo χάρτινα τραπεζομάντηλα. Το Κουτούκι της Λυδίας είναι τόσο παλιό, σαν την Ιστορία της πόλης. Λειτούργησε ως μπακαλοταβέρνα από το 1931 έως το 1950. Μετά παίρνει τη σημερινή μορφή του, την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Γίνεται αμέσως στέκι γιατί φτιάχνει αληθινό φαγητό και ατμόσφαιρα που σε ταξιδεύει στον παλιό καλό καιρό. Η οικογένεια Βογιατζή έχει φτιάξει έναν ζεστό, οικογενειακό χώρο, διακοσμημένο με ρετρό φωτογραφίες, αντικείμενα αντίκες, όπως ακορντεόν και κανάτες, τετζερέδια, βερέλια, γκαζιέρες και γραμμόφωνα. Στο πατάρι του βρίσκονται τοποθετημένα βαρέλια, απ’ όπου κάποτε σέρβιραν το κρασί.
Ποιος Καισαριανιώτης δεν θυμάται τις άλλες ταβέρνες, τα «κέντρα διασκέδασης», όπως τα λέγανε; Του Ιωακείμ και Τριανταφυλλόπουλου, στο Σκοπευτήριο. Τα κέντρα αυτά το καλοκαίρι φέρνανε μουσικά συγκροτήματα και κάθε βράδυ γινόταν πανηγύρι. Στις ταβέρνες αυτές άνθησε η καντάδα, ανδρώθηκε το ρεμπέτικο, τραγουδήθηκαν τα αντάρτικα.
Στην ταβέρνα πρωτογλέντησαν οι ξεσπιτωμένοι Μικρασιάτες, βρήκαν καταφύγιο οι απόκληροι και οι περιθωριακοί, σφυρηλατήθηκε η αντιδικτατορική συνείδηση των νέων την περίοδο της χούντας, τραγουδήθηκαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη, έμαθαν οι νεολαίοι του 1980 να τραγουδούν τα αθάνατα ρεμπέτικα.
Στους ευλογημένους τόπους αυτούς οι άνθρωποι μιλούν με τη γλώσσα της ψυχής και όχι της λογικής. Το γλέντι, ο νταλκάς, το τσακίρ κέφι, το ζεϊμπέκικο, είναι μοναχικοί δρόμοι αναζήτησης και έκφρασης της αλήθειας, που ενωμένοι στον κοινό τόπο της ταβέρνας προσπαθούν να νικήσουν τον ανθρώπινο πόνο. Ακόμα και οι μπεκρήδες απεικονίζονται με ανθρωπιά. Οι ταινίες με τον Ορέστη Μακρή, όπως για παράδειγμα, «Ο Μεθύστακας» καταγράφουν την ανθρωπιά σε όλο της το μεγαλείο!..
Όλοι κάτι έχουν να πουν, κάτι να θυμηθούν: «Διψούσαμε για μουσική», έλεγε ο κυρ Γιάννης, πρόσφυγας από τα Βουρλά, «τότε, το 1936, το καφενείο του Ποσειδώνα, στην οδό Φορμίωνος, είχε φέρει το πρώτο ραδιόφωνο. Τι ευτυχία για μας τους πρόσφυγες! Οι μουσικές έφταναν στις παράγκες. Διασκεδάζαμε με αυτόν τον τρόπο». Ο κυρ Παντελής θυμάται τον Σωτήρη: «Ο Σωτήρης μετέφερε το κινητό γραμμόφωνο με το χωνί στον ώμο και το μηχάνημα παραμάσχαλα. Έστηνε τα σύνεργα του στη μάντρα, στην καρβουναποθήκη του κυρ Αλέκου. Εκεί γινόταν το γλέντι.» Έτσι γλεντούσαν οι πρόσφυγες στη γειτονιά του συνοικισμού.
Η συντροφικότητα, η κοινωνικότητα, η συλλογικότητα ήταν εμφανείς νοοτροπίες στην καθημερινή ζωή του συνοικισμού. Οι συνήθειες αυτές ήταν βιώματα στους ντόπιους και δεν τους έκαναν εντύπωση. Οι ξένοι και αμύητοι στον τρόπο αυτόν ζωής εντυπωσιάζονταν. Έτσι και η εθνολόγος R. Hirschon, μελετώντας τις προσφυγικές γειτονιές, θα εντυπωσιαστεί όταν μέτρησε δεκαέξι καρέκλες σε ένα σπίτι με δύο δωμάτια, που κατοικούσαν τρία άτομα. Τι της ήθελαν τόσες καρέκλες; Αυτό, όμως, αποτελούσε κοινό τόπο για τους καισαριανιώτες. Ακόμα και σήμερα ισχύει.
Η ταβέρνα του μπάρμπα Λια ή «Συβρισάρι», εκεί που σήμερα είναι το τυπογραφείο που διαχειρίζεται ο εγγονός του διατηρεί ακόμα τα μορφικά στοιχεία της ταβέρνας, τα οποία ποτέ δεν αλλοίωσαν οι επίγονοι. Στην γωνία των χωμάτινων δρόμων Τσουρούκτσογλου και Αναξαγόρα……. Ο Νικόλαος Τσουρούκτσογλου γεννήθηκε στη Σμύρνη και το απόγευμα της 27ης Αυγούστου 1922 εκτελέστηκε από τους Τούρκους μαζί με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο Σμύρνης και τον δημογέροντα Γεώργιο Κλιμάνογλου. Αργότερα ο δρόμος μετονομάσθηκε σε Συβρισαρίου. Όλα τις πατρίδες που έχασαν θυμίζουν……Τσουρούκτσογλου, Αναξαγόρα, Συβρισαρίου.
O Σαράντης Μολυνδρής, μεγαλώνοντας στην ταβέρνα του Συβρισαριώτη πατέρα του, θυμάται: «Στην ταβέρνα του πατέρα μου από παππού, έβλεπα και άκουγα πολλά. Η ταβέρνα την εποχή εκείνη πριν τον πόλεμο δεν είχε κέρδος, είχε μια σωματική κούραση, αλλά μεγάλη ψυχική ανακούφιση, δηλαδή λειτουργούσε ως εξής: Οι θαμώνες ήταν όλοι συγγενείς και πατριώτες. Ο καθένας τους έφερνε τη μερίδα το φαγητό του από το σπίτι του ή έστελναν εμένα να πάω να τους το φέρω και από την ταβέρνα έπαιρναν το κρασί. Δεν έλειπαν ποτέ και τα γλέντια, δηλαδή διάφορες γιορτές και τις απόκριες κρεμούσαν κουβέρτες για να σκοτεινιάζουν και έφερνε η κάθε οικογένεια τα φαγητά της και γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Όταν ήλθε η κατοχή στη μεγάλη πείνα του 1941 η ταβέρνα είχε ένα σπουδαίο ρόλο. Ο κόσμος είχε το κρασί για δυναμωτικό. Υπήρχε μεγάλη κατανάλωση κρασιού. Υπήρξε ημέρα που πουλήθηκαν 400 οκάδες και ο κόσμος είχε δημιουργήσει ουρά για αν αγοράσει κρασί. Ο πατέρας μου κράτησε ένα βαρέλι 800 οκάδων μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα και μας είπε ότι αυτό θα το ανοίξουμε όταν φύγουν και πράγματι το ανοίξαμε στο τέλος του 1944.»
Αυτή η μυσταγωγία της ταβέρνας έγινε βίωμα κάθε Καισαριανιώτη. Λειτουργούσαν στις γειτονιές σαν τόποι συνάντησης και επικοινωνίας. Στους απλούς αυτούς χώρους οι θαμώνες αισθάνονταν μια ανθρώπινη ζεστασιά. Μύριζαν ανυπόκριτη απλότητα και ανθρωπιά. Η ταβέρνα ήταν μεράκι, προσφορά, ίσως, θα λέγαμε, και λειτούργημα. Το αποκούπι του ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Το απάνεμο λιμάνι του. Είναι ο τόπος της λησμονιάς, του φευγιού από τα ντέρτια και τους καημούς της ζωής. Ο τόπος της υπέρβασης της ζοφερής πραγματικότητας, η διέξοδος και διαφυγή από τη μοναξιά. Και στις χαρές και στις λύπες … τόποι κοινωνικών συναθροίσεων, οικογενειακών γιορτών όπου επιβεβαιώνεται η κοινωνική συνοχή, χαράς σπουδαίων γεγονότων, όπως γάμοι, βαφτίσια και άλλες τέτοιες εκδηλώσεις.
Αναζητώντας τα χνάρια στην ταβέρνα του μπάρμπα Λια ή «Συβρισάρι ανακαλύπτουμε περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα. Ένα πραγματικά γνήσιο λαϊκό συγκρότημα, που ήρθε από τα βάθη της Μικράς Ασίας: το συγκρότημα του Αναστάση Μπαλτά με την παραδοσιακή του μικρασιατική ορχήστρα. Βιολί έπαιζε ο Μπαλτάς, σαντούρι ο Αμάν Γιάννης και ούτι ο Αρτίν. Ο Αναστάσης Μπαλτάς γεννήθηκε στο Αϊβαλί, το 1908. Εκεί μαθήτευσε το βιολί. Πέθανε στην Καισαριανή το 1972, αφού έκλεισε πρώτα τα μάτια του Αμάν Γιάννη. Ο Αμάν Γιάννης πέθανε γύρω στα 1970, μόνος και έρημος, χωρίς ποτέ να ζητήσει καμιά βοήθεια από κανέναν, παρά τη φοβερή φτώχεια του. Το πραγματικό του επώνυμο κανείς δεν το θυμάται. Το όνομα του ήταν Γιάννης και όταν έπαιζε σαντούρι ο κόσμος από τον ενθουσιασμό του, φώναζε “αμάν Γιάννη”, και τελικά του έμεινε αυτό το προσωνύμιο.
Το εξαιρετικό αυτό συγκρότημα έπαιζε σε γάμους, που μετατρέπονταν σε λαϊκά πανηγύρια και όπου γλένταγε ο κόσμος. Γλέντι μέχρι τα χαράματα, με χορό και τραγούδι. Και ο σμυρναίικος μπάλος. Ο χορός ο ερωτικός. Ο άνδρας πολιορκεί και φλερτάρει τη γυναίκα. Έτσι χορεύεται αντικριστά από άντρα και γυναίκα και οι κινήσεις του άντρα δείχνουν τις διαθέσεις του. Οι μουσικοί συνδύασαν αργότερα τον μπάλο και τον αμανέ και δημιούργησαν μια εξαιρετική σύνθεση, όπου συνυπάρχουν μια εξωστρεφής χορευτική διάθεση και μια μελαγχολική που διακρίνει τους αμανέδες.
Κάποια ώρα ο Μπαλτάς έβγαινε στη μέση και έκανε νόημα να σταματήσουν όλοι. Να σταματήσει ο χορός και να «κάτσουν όλοι στα θρανία τους», κατά κάποια χαριτωμένη ρεμπέτικη έκφραση. Τότε άρχιζαν να μιλάνε τα όργανα στις καρδιές των ανθρώπων. Ένας αμανές στα τούρκικα με την αναστενάρικη φωνή του τραγουδιστή της κομπανίας. Το βιολί του Μπαλτά δάκρυζε, όπως και τα μάτια των ανθρώπων. Απόλυτη σιγή και συγκίνηση. Μπορούσε να μαντέψει κάποιος την πηγή των δακρύων; οι τόποι που χάσανε, τα σπίτια τους που εκδιωχθήκαμε, οι δικοί τους άνθρωποι που δεν ξανάδανε.
Η θάλασσα που μας δίνει τόσες χαρές, κρύβει και τόσο πόνο. Κρύβει και τον πόνο της προσφυγιάς. Η αλμύρα της θάλασσας προέρχεται και από τα δάκρυα των κατατρεγμένων. Γι’ αυτούς έπαιζε και το συγκρότημα του Μπαλτά.
Η ταβέρνα του μπάρμπα Λια ή «Συβρισάρι» ήταν κοντά στο σπίτι του Αμάν Γιάννη. Όταν οι θαμώνες μεράκλωναν, έστελναν κάποιον να ξυπνήσει τον οργανοπαίχτη. «Τράβα ρε να ξυπνήσεις τον Αμάν Γιάννη και πες του να βιαστεί.» Αυτός δεν αρνιόταν, δεν χάλαγε χατίρι. Φορτώνονταν το σαντούρι, το έστηνε και αυτό έπαιρνε φωτιά. Το γλέντι κρατούσε μέχρι το πρωί. Τον άνθρωπο αυτόν ελάχιστοι τον συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία του. Και είχε δώσει τόση χαρά!….Και είχε πάρει τόσα λίγα!….
Οι μικρασιάτες πρόσφυγες άφησαν τις περιουσίες τους εκεί, στις χαμένες πατρίδες. Τις έχασαν. Έφεραν, όμως, μαζί τους πνευματικές αξίες. Αυτές βλέπεις δεν ξεριζώνονται. Είναι φυλαγμένες μέσα τους. Έφεραν μαζί και τις μουσικές τους και μπόλιασαν τους ντόπιους. Οι χαρές και οι λύπες τους συνοδεύονταν με μουσική. Τα σαντουροβιόλια της Μ. Ασίας και τα «Καφέ Αμάν», συνδυάζονται με αντίστοιχους βάρδους του ελλαδικού χώρου. Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές των μικρασιατικών πόλεων πλημμύρισαν με ήχους τη ζωή της Ελλάδας από τσιφτετέλι, αϊβαλιώτικα, συρτούς, επηρεάζοντας το ρεμπέτικο τραγούδι. Τότε ακούσθηκαν για πρώτη φορά αθάνατα τραγούδια, όπως «η Σμυρνιά», «το τζιβαέρι», «η αλατσατιανή».