Η Χριστίνα Ευσταθίου (1954) στο σπίτι της οδού Κιλιμανόγλου 55 (σημερινή Κοιμ. Θεοτόκου) Φωτό από το βιβλίο – λεύκωμα «όμορφη Καισαριανή».
Γράφει η Σοφία Τριανταφύλλου
( omorfigeitonia.gr )
Τα δώρα της Πρωτοχρονιάς (1951) Κώστας και Μιχάλης Τοπούζης στο Βύρωνα. Φωτό Τοπούζη – σελίδα Facebook «Πάλαι ποτέ στο Βύρωνα».
Η ‘Εφη Μαίστρου δοκιμάζει το καινούργιο αυτοκίνητό της (δεκαετία του ’50, οδός Νεαπόλεως 101 στο Βύρωνα). Το συγκεκριμένο παιχνίδι ήταν πανάκριβο και τα παιδιά το δανείζονταν για να βγουν φωτογραφία. Φωτό από σελίδα Facebook «Πάλαι ποτέ στο Βύρωνα».
Από νωρίς το πρωί ξεχύθηκαν στους δρόμους και με τα τριγωνάκια στα χέρια αλώνισαν όλες τις γειτονιές της Καισαριανής. Από το τέρμα ως του Νίντου κι από εκεί ξανά πάνω μέχρι την πλατεία. Στο δρόμο συναντούσαν κι άλλα γειτονάκια κι αντάλλασαν πληροφορίες για τις πιο ανοιχτοχέρες νοικοκυρές.
-Να πάτε στις κυρα Στάσας! Τώρα έβγαλε τα φοινίκια και τα μελώνει!
-Περάστε κι από τη θεία Άρτεμις! Μοιράζει καραμέλες
-Ο κυρ-Γιώργος μας έδωσε από μια εικοσάρα!
«Σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε, πέτρα, πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει»
Με τις τσέπες να κουδουνίζουν γεμάτες δεκάρες και με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, έτρεχαν πάνω-κάτω κι αφού πέρασαν από θείτσες, θείους και νονές -άλλωστε εκείνα τα χρόνια όλοι στην Καισαριανή ήταν συγγενείς- πήρε το καθένα το δρόμο για το σπίτι του.
Στο σπίτι της Χριστίνας και του Βασιλάκη, η γιαγιά έφτιαχνε αετουδάκια. Τη βοήθησαν να βάλει από 2 μοσχοκάρφια σε κάθε αετουδάκι κι ύστερα τα σφράγισαν με την μικρή ξύλινη σφραγίδα που είχε φέρει από τη Σμύρνη. Πήρε να βραδιάζει. Πίσω από τα χνωτισμένα τζάμια του μικρού προσφυγικού τα παιδικά κεφαλάκια κοίταζαν με προσμονή το δρόμο. Όλες τις προηγούμενες χρονιές τα είχε πάρει ο ύπνος όμως αυτή τη φορά θα έμεναν ξάγρυπνα να περιμένουν τα δώρα τους.
Άραγε θα μου φέρει το κουρδιστό αυτοκινητάκι που ζήτησα; αναρωτιόταν ο μικρός Βασιλάκης και θυμήθηκε τότε που τράβηξε τις κοτσίδες της αδελφής του …θα το θυμόταν κι άγιος Βασίλης αυτό;
Το χιόνι που άρχισε να πέφτει σιγά-σιγά, σκέπασε και τα τελευταία ίχνη από τα βήματα των περαστικών. Όλοι είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους αυτή τη γιορτινή νύχτα. Πότε- πότε φαινόταν καμιά σκιά στα κεραμίδια που έκανε τις μικρές καρδούλες να χτυπούν γρήγορα …αλλά δεν ήταν παρά οι κεραμιδόγατες της γειτονιάς που δεν ήξεραν από Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο η ανυπομονησία μεγάλωνε κι άλλο τόσα τα βλέφαρα βάραιναν μέχρι που παραδόθηκαν στον γλυκό παιδικό ύπνο. Ήταν η στιγμή που μια ζεστή αγκαλιά τα έβαλε στο κρεβάτι και τα σκέπασε. Τι όνειρα να βλέπουν άραγε την παραμονή των Χριστουγέννων τα μικρά παιδιά; Ίσως ένα τόπι, μια κουκλίτσα ή ένα τσίγκινο αυτοκινητάκι, ίσως απλώς ένα πιάτο φαγητό. Το φυτίλι της λάμπας έσβησε. Μόνο η φλόγα απ’ το καντήλι τρεμόπαιζε και φώτιζε το εικονοστάσι μ΄ένα γλυκό φως. Παντού ησυχία, τίποτα δεν ακουγόταν. Σ΄αυτές τις προσφυγικές γειτονιές οι άνθρωποι του μόχθου δεν είχαν την πολυτέλεια να γιορτάζουν με δεξιώσεις, ούτε να αγοράζουν πολυτελή δώρα στα παιδιά τους.
«Χριστός γεννάται σήμερον Εν Βηθλεέμ την πόλη». Η καμπάνα της εκκλησίας της Παναγίτσας σήμανε Χριστούγεννα.