Ο λόφος του «Αράπη» στον Υμηττό με την Καισαριανή να διακρίνεται από ψηλά, πίσω από τα δένδρα.
Γράφει ο Σπύρος Τζόκας, Πανεπιστημιακός – Συγγραφέας
Στης μοναξιάς το διάβα, αυτές τις μέρες της απομόνωσης η συνοικία μας φαίνεται προνομιούχα. Η Καισαριανή, εκτός από το βαρύ ιστορικό φορτίο που κουβαλάει στις πλάτες της και συναντιέται σε κάθε πέτρα της, περιβάλλεται και από φυσικό κάλλος. Λίγα μέτρα από τη γειτονιά που γεννήθηκα, μεγάλωσα και συνεχίζω να ζω, δίπλα μας δηλαδή, ο «Αράπης», έτσι το λέμε το βουνό μας στις γειτονιές. Γιατί; Ίσως γιατί ήταν σκοτεινό, μαύρο, μουτζούρα το βράδυ. Ίσως. Το βουνό των μύθων, των παιδικών μας παιχνιδιών, αλλά και των παιδικών μας φόβων κάποιες φορές, ιδιαίτερα τις άγριες νύχτες του χειμώνα. Τότε που και τα παραμύθια χτίζονταν στην πραγματικότητα ή ίσως σε μια ηλικία που και η πραγματικότητα λειτουργούσε σαν παραμύθι.
Η μάντρα που χωρίζει τους ανθρώπους από το δάσος αποτελούσε ένα παιχνίδι για μας. Σκαρφαλώναμε, περπατάγαμε πάνω στη μάντρα και φτάναμε στον ιερό χώρο του Σκοπευτηρίου. Γνωστή η διαδρομή. Εκεί οι τότε «ιδιοκτήτες», μια δράκα παρανόμων καταπατητών του θυσιαστηρίου της Λευτεριάς, μας απωθούσαν, μας έδιωχναν, μας έριχναν ακόμα και μπαλωθιές, πάντοτε με τις πλάτες των κυβερνώντων. Εμείς, όμως, επιμέναμε….. σαν να μας ωθούσε μια περίεργη εσωτερική δύναμη που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε. Ίσως το μυστήριο που δημιουργούνταν από τα λόγια του πατέρα μου: «Αν ο ευλαβικός προσκυνητής σκύψει και ακουμπήσει το αυτί του στο έδαφος θα ακούσει τις φωνές των ηρώων, των εκτελεσμένων..» Αργότερα κατάλαβα και τι θα έλεγαν αυτές οι φωνές.
Η σχέση μας με το βουνό μας, ναι το δικό μας βουνό ήταν καθημερινή, ήταν βιωματική. Το βουνό διασχίζαμε όταν πηγαίναμε στο σχολείο, στο τότε Γυμνάσιο Καισαριανής, και το ίδιο κάναμε στην επιστροφή. Η τρύπα στην μάντρα στου Τσομπανάκου, της γνωστής ταβέρνας, ήταν το σημείο επαφής μας, αυτό που χώριζε τα σπίτια από το βουνό. Στο βουνό και το πρώτο ραντεβουδάκι. Εκεί συναντιόταν τα βλέμματα μας και λέγαμε την μαγική φράση «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» Και τα φτιάχναμε. Τι φτιάχναμε ο Θεός κι η ψυχή μας. Τα ζευγαράκια στο βουνό που έλεγαν οι μεγάλοι.
Και κάπου παραπάνω στη συμβολή Σεβαστοπούλου και Δερβενακίων το σπίτι της Ηρούς. Μια παράξενη γυναίκα. Και δίπλα η αλάνα, εκεί που σήμερα βρίσκεται το 3ο Νηπιαγωγείο και το ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ. Ένα γήπεδο ποδοσφαίρου…. εύκολη υπόθεση για τους χρήστες, όπως και κάθε αλάνα. Πρώτα την καθαρίζαμε από τα μεγάλα κοτρώνια κι από τα αγκάθια. Έτοιμο το γήπεδο για προπόνηση, αλλά και αγώνες. Τα δοκάρια ήταν ένα είδος πολυτελείας. Συνήθως δύο μεγάλες πέτρες ή δύο παλιά παπούτσια ή και ακόμα κανένα ρούχο κι ήταν όλα έτοιμα για τον ποδοσφαιρικό αγώνα. Σε κάποια επίσημα παιχνίδια χρησιμοποιούσαμε και δύο στύλους για δοκάρια στο ίδιο ύψος. Στη θέση της οριζόντιας δοκού τοποθετούσαμε έναν χοντρό σπάγκο. Και όμως από την αλάνα αυτή βγήκαν μεγάλοι ποδοσφαιριστές. Κάποιοι πλαισίωσαν και τις εθνικές μας ομάδες. Τους γνωρίζω, αλλά δεν τους αναφέρω από φόβο μήπως ξεχάσω κάποιον.
Τόσες και τόσες αναμνήσεις, τόσα και τόσα παιχνίδια, τόσα και τόσα όνειρα… Στο ευλογημένο βουνό που «η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα», όπως και ο Σολωμός λέει.