Η ιστορία μας ξεκινάει από το Αξάρ, ένα μικρασιατικό χωριό μια ώρα ανατολικά της Σμύρνης προς την ενδοχώρα. Εκεί, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, ζούσαν η κόνα Μαριώ Βογιατζόγλου, το γένος Εφεκοστή που γεννήθηκε το 1860 κι ο άντρας της Δημήτρης, μαζί με 10.000 έλληνες, μέχρι που έγινε ο μεγάλος Διωγμός το 1922.
Τη νύχτα μεταξύ της 22ας και 23ης Αυγούστου επιτέθηκαν στην πόλη Τσέτες και την επόμενη δυνάμεις του τακτικού τουρκικού στρατού. Όσοι σώθηκαν απ΄το μαχαίρι, μπήκαν σ’ ένα καράβι που τους έβγαλε στον Πειραιά. Ανάμεσά τους και η κόνα Μαριώ με τον άντρα της και την κόρη της Καλλιόπη.
Από εκεί, τους μετέφεραν στην Πλατεία Συντάγματος όπου εγκαταστάθηκαν για μήνες μέσα σε σκηνές και κατόπιν και σ΄ένα έρημο μέρος γεμάτο δένδρα και βράχια, την Καισαριανή, που εκείνο τον καιρό είχε 11 μόλις κάτοικους.
Οι ελπίδες τους για μια αξιοπρεπή στέγαση διαψεύστηκαν όταν τους μετέφεραν σε παραπήγματα στους στους πρόποδες του Υμηττού, μαζί με άλλους μικρασιάτες, από τα Βουρλά, το Σιβρισάρι και τον Κουκλουτζά αλλά και αρκετούς Αρμένιους.
Σε μια παράγκα που τον χειμώνα ο κρύος αέρας έμπαινε από τις σανίδες που είχαν για τοίχο και η βροχή από τα πισσόχαρτα της στέγης τους περόνιαζε τα κόκκαλα, εκεί γεννήθηκε το 1933 η Μαρίτσα. Μητέρα της ήταν η Καλλιόπη και πατέρας της ο Κωνσταντίνος Ανδρεούλης από τις Καρούτες Φωκίδος, που εργαζόταν ως τραμβαγέρης (εισπράκτορας) στα τραμ εκείνης της εποχής.
Διηγείται η κυρία Μαρίτσα:
«Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ φτωχά μέσα σε μια παράγκα κοιμόμαστε επτά παιδιά και οι γονείς μου, 10 νοματαίοι σε λίγα τετραγωνικά, να σκεφτείς ήταν τόσο μικρή, που ξαπλωμένοι δεν χωρούσαμε όλοι γι αυτό είχαμε φτιάξει μια κατασκευή με σανίδες, σαν πάλκο, τα μεγαλύτερα παιδιά κοιμόντουσαν πάνω και τα μικρότερα χώνονταν από κάτω για να χωρέσουμε. Όταν είχαμε μωρό έδενε η μανούλα μου στο ταβάνι μια κούνια από ύφασμα, έβαζε μέσα το μωρό και κρατούσε ένα σχοινί όταν ξάπλωνε για να το κουνάει και να κοιμάται. Όταν έκλαιγε το μωρό κλαίγαμε και εμείς και έλεγε η μανούλα μου “γιατί κλαίτε;” και λέγαμε “αφού κλαίει το μωρό μας κλαίμε κι εμείς».
Σ.Τ.: Η παράγκα σε ποιά οδό ήταν;
Στην οδό Ταντάλου (σημερινή Τζων Κένεντυ) κοντά στην Αρμένικη εκκλησία. Θυμάμαι πως η εκκλησία ήταν ξύλινη και ονομαζόταν Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς, δηλαδή Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστού. Στη γωνία υπήρχε το σπίτι του Γκέλερη που πουλούσε κρασί και της γυναίκας του, της κυρίας Ελπίδας.
Σ.Τ.: Και φτάνουμε στην Κατοχή.
Πάνω που πήγαμε κάπως ν΄ανασάνουμε ήρθε η Κατοχή. Εκεί να δεις πείνα! Είχα έναν αδελφούλη μικρότερο από εμένα, τον Δημητράκη που πέθανε το 1941 από ασιτία στο νοσοκομείο Παίδων στην Πεντέλη, τον ίδιο καιρό νοσηλευόμουν κι εγώ εκεί με εχινόκκοκο που μου πείραξε τον πνεύμονα.
Το 1953 σε ηλικία 20 ετών παντρεύτηκα τον Γιάννη Παύλου και το 1955 έμεινα έγκυος στο πρώτο μου παιδί, τον Παύλο. Την ίδια εποχή έμεινε έγκυος κι η μητέρα μου η Καλλιόπη, που ήταν 42 ετών αλλά μετά από τόσες κακουχίες, μόλις γέννησε της πέθανε το παιδί. Ύστερα γέννησα τον Κώστα και μετά το στερνοπαίδι μου τον Αχιλλέα…
( Συνεχίζεται )