Γράφει ο Μιχαήλ Βαρλάς, Ιστορικός
Από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η Μικροϊστορία προσπάθησε μέσα από μικρές παραδειγματικές περιπτώσεις να παρακολουθήσει και να αναδείξει ατομικές ιστορίες και τεκμήρια και μέσα από αυτά να εικονογραφήσει και να ερμηνεύσει μεγαλύτερες ιστορικές πραγματικότητες. Με την βοήθεια της Σάντρα (Αλεξάνδρας) Καμπούρη, της μητέρας της Καίτης (Αικατερίνης) και της ιστορίας του Νίκου Αρώνη, παππού και πατέρα τους αντίστοιχα, θα ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία των Σμυρνιών που κατέφυγαν σαν πρόσφυγες στην Καισαριανή και στον Βύρωνα.
Ο Νίκος Αρώνης στην Σμύρνη το 1898, πιθανόν με την γιαγιά του.
Ο Νικόλαος Αρώνης ανήκει σε μια γενιά Σμυρνιών, Μικρασιατών που αδικήθηκε από την ιστορία. Γεννημένος το 1896 στον Μπουτζά της Σμύρνης, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην συνοικία της Αγίας Φωτεινής με την αγάπη και την άνεση που δεν πρόδιδε την συνέχεια που θα ακολουθούσε.
Ο πατέρας του Νίκου, Γιώργος, κατάγονταν από τα Κύθηρα, όπως πολλοί από τους Σμυρνιούς. Οι Τσιριγωτοσμυρνιοί, όπως αποκαλούνταν, αποτελούσαν τη μεγαλύτερη εθνοτοπική κοινότητα των ελληνορθόδοξων της Σμύρνης. Πολλοί από τους πρόσφυγες του Βύρωνα που ήρθαν από την Σμύρνη ήταν στην καταγωγή Κυθήριοι, όπως και οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, Αρώνης[1], Κασιμάτης και ο δήμαρχος Θεόφιλος Φατσέας.
Στην Μικρά Ασία ο Γιώργος Αρώνης ασχολούνταν με τα καπνά, ως γαιοκτήμονας και έμπορος. Αυτό παρείχε στην οικογένεια μια άνετη ζωή και σημαντικές επιγαμίες. Η οικονομική κατάσταση των Αρώνηδων αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες που διέσωσε η οικογένεια από την Σμύρνη. Η ευτυχία της οικογένειας κλονίστηκε από τον θάνατο του Γεωργίου Αρώνη όταν ο Νίκος ήταν ακόμα πολύ μικρός. Η μητέρα του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα καπνά και να στραφεί στη μοδιστρική. Ο Νίκος τελείωσε το σχολαρχείο κι απέκτησε γνώσεις τοπογραφίας.
Ο Νίκος Αρώνης ως υπαξιωματικός γύρω στο 1920. Ο Νίκος Αρώνης είχε καταταχθεί ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό και όπως φαίνεται από αναμνηστικό μετάλλιο, συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το 1916 στην Θεσσαλονίκη.
Στα 16 του, ο Νίκος, ενδεχομένως για να αποφύγει την στράτευση στα Τάγματα Εργασίας και, σίγουρα, από ένθερμο πατριωτισμό κατατάσσεται εθελοντικά στον Ελληνικό Στρατό. Από τα μετάλλια που σώθηκαν και από το δίπλωμα που τα συνοδεύει μπορούμε να καταλάβουμε ότι επέδειξε ανδρεία και πίστη.
Στρατευμένος και μετά την κατάρρευση του μετώπου καταφέρνει να επιστρέψει στην Σμύρνη, για να σώσει την ζωή της αγαπημένης του μητέρας και να διαφύγουν μαζί στην Ελλάδα. Είναι πολλές οι ιστορίες Μικρασιατών στρατευμένων που επιστρέφουν για να διασώσουν τις οικογένειες τους. Οι περισσότεροι κρατούνται και καταδικάζονται ή εκτελούνται ως προδότες της «Οθωμανικής πατρίδας». Στην Αθήνα ο Νίκος καταφεύγει στις παράγκες της Καισαριανής, στην οδό Χαλκηδόνος, σήμερα πίσω από τον ναό του Αγίου Νικολάου, που αναγείρεται αργότερα. Πρόκειται για τον συνοικισμό Συγγρού που εκτείνονταν από το ομώνυμο νοσοκομείο προς τις υπώρειες του Υμηττού και αποτέλεσε μια δεξαμενή προσφύγων που αναζητούσαν ευκαιρία για να μετεγκατασταθούν σε καλύτερες συνθήκες στους κοντινούς νεοαναγειρόμενους κρατικούς συνοικισμούς ή στους οικισμούς των προσφυγικών οικοδομικών συνεταιρισμών.
Στις παράγκες, στους υποτυπώδεις κοινόχρηστους χώρους, αυλές με εγκαταστάσεις υγιεινής και καθαριότητας, μπλέκεται το ειδύλλιο ανάμεσα στον Νίκο και στην γυναίκα που θα μοιράζονταν στο εξής την ζωή του, την Μαριάνθη Σωφρονιάδου. Ο γάμος τους τελείται το 1925 στον πρόχειρο ναό του Αγίου Νικολάου.
Ο Νίκος στο Ηράκλειο σε μια από τις επαγγελματικές του αποδημίες, 4 Σεπτεμβρίου 1925. Πίσω από τη φωτογραφία γράφει προς τη γυναίκα του και τη μητέρα του: «Μαριανθάκη μου σου στέλνω την φωτογραφείαν μου για να σε παρηγορίση λήγο όπως κι εμέ με παρηγορή η δική σου. Ενθήμειον Ηρακλείου 4/9/25 – Σας φιλώ όλους Ν.Γ.Αρώνης Και την μαμάκα μου γλυκά-γλυκά Ο υιός σου – Βλέπεις πώς βγαίνουν φωτογραφεία».
Οι δυσκολίες της ζωής για τους πρόσφυγες δεν είναι μόνο οι προφανείς. Πρώτα, η επαγγελματική ανασφάλεια. Ο Νίκος αναγκάζεται να εργαστεί μακριά από την γυναίκα του, στο Ηράκλειο, για μερικούς μήνες προτού ανταλλάξει την γεωγραφική περιπλάνηση, ως υπάλληλος τοπογραφικού του Υπουργείου Γεωργίας με την επαγγελματική αστάθεια. Θυρωρός σε ξενοδοχείο, σερβιτόρος σε εστιατόριο, σε ζαχαροπλαστείο, στο συσσίτιο, υπαίθριος πωλητής, εισπράκτορας στα vintage λεωφορεία της Αθήνας, υπάλληλος σε κατασκευαστική, φύλακας σε εγκαταστάσεις. Οι επαγγελματικές ταυτότητες του Μεσοπολέμου καταγράφουν τις εργασιακές περιπέτειες.
Η Θεοδώρα και η Δέσπω Αρώνη, δύο από τα πέντε παιδιά του ζεύγους, έξω από την κατοικία της οικογένειας στις παράγκες της Καισαριανής, 1929. Στην πίσω πλευρά γράφει: «Στης Κεσαριανής 18/8/1929. Θεοδώρα και Δέσπινα. Ενθίμιον τον πεδιονε μας. Αυτού που ήσε να τα βλέπης να δης πός έχουν γίνη. Στα στέλνη η γινεκουλα σου. Μαριάνθη Ν. Αρώνη»
Η Μαριάνθη, σύζυγος του Νίκου πλένει ρούχα στη σκάφη με φόντο τις παράγκες της Καισαριανής τη δεκαετία του 1930.
Όταν έρχονται τα παιδιά το ζευγάρι βρίσκεται αντιμέτωπο με τους μεγάλους εχθρούς της περιόδου του Μεσοπολέμου, τις ασθένειες και την νηπιακή θνησιμότητα. Η δεισιδαιμονία αποδίδει το κακό στο «μάτι» αλλά η υγειονομική αλήθεια μιλάει για διφθερίτιδα, μηνιγγίτιδα, τύφο και κυρίως άθλιες συνθήκες που συναντάμε ξανά στους καταυλισμούς των Ρομά και των σημερινών προσφύγων. Οι τραγικές στιγμές του αποχαιρετισμού των παιδιών αποτυπώνονται στο φωτογραφικό χαρτί της εποχής, μια συνήθεια διαδεδομένη στο τέλος του 19ου και στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα.
Η κηδεία του βρέφους και γιου του Νίκου Αρώνη, Γιώργου. Καισαριανή 1929.
Η κόρη του Νίκου, Αφροδιτούλα, με την μητέρα της λίγο πριν τον θάνατο της από μηνιγγίτιδα, Καισαριανή 1932.
Ο Νίκος Αρώνης εισπράκτορας σε λεωφορείο της γραμμής 38, Ομόνοια-Αδριανουπόλεως (Καισαριανή), τη δεκαετία του 1930.
Οικογενειακές φωτογραφίες στο νέο σπίτι της οικογένειας, γωνία Τραλλέων και Νεοχωρίου, στη Φρυγία του Βύρωνα, Δεκαπενταύγουστος 1944.
Το ζευγάρι με τα τρία κορίτσια του αποφασίζει να εγκατασταθεί στον Βύρωνα. Στον συνοικισμό Φρυγία υπήρχε ένα οικόπεδο που είχε πάρει ως κλήρο γης η μητέρα του Νίκου, όπου αναγέρθηκε η οριστική κατοικία της οικογένειας. Η μετακόμιση πραγματοποιήθηκε μόλις το 1938. Η περίφημη «αυτοστέγαση» των προσφύγων χρέωσε τον Νίκο Αρώνη με 18 χρόνια ζωής. Ο πόλεμος, τα Δεκεμβριανά, ο Εμφύλιος και οι εμπλοκές, αδιευκρίνιστες ακόμη, του Νίκου Αρώνη τον χρέωσαν με μερικά χρόνια ακόμα. Η οικογένεια κινδύνεψε από τους αριστερούς στασιαστές και το σπίτι της λεηλατήθηκε. Στις δύσκολες ώρες η μητέρα και τα παιδιά μετακινήθηκαν στον Κολωνό και στην Κοκκινιά. Τέλος, επέστρεψαν στην καταστραμμένη οικία στην Φρυγία το 1947 ή ‘48. Σε όλη την περίοδο, ως την λήξη του Εμφυλίου ο Νίκος πολέμησε με τον Εθνικό Στρατό.
Μια φράση συνοψίζει την ιστορία μας μέχρι τώρα: «Στην περιοχή της Φρυγίας εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες».
Οι ατομικές ιστορίες μας δείχνουν πόσο σύνθετη είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω από τους τοίχους της πόλης μας.
[1] O Νίκος Αρώνης της ιστορίας μας δεν φέρεται να έχει συγγενική σχέση με τον ομώνυμο του αντιστασιακό.
Η Αικατερίνη (Καίτη) Αρώνη, τελευταίο παιδί του Νίκου, με συμμαθητές και συμμαθήτριες από το 6ο Δημοτικό Σχολείο, στην περιοχή της σημερινού δημοτικού κινηματογράφου «Νέα Ελβετία» (πρώην «Λουΐζα») μετά την επιστροφή της οικογένειας στον Βύρωνα, γύρω στο 1948.