Αντώνης Αμουργιανός, o φύλακας της Μονής Καισαριανής στον Υμηττό

0Shares

 

Γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου
sofiarose1900@gmail.com
Association of European Journalists

Στο μοναστήρι θα σας ταξιδέψω σήμερα ή για να το πω πιο επίσημα, στην Μονή των Εισοδείων της Θεοτόκου που είναι χτισμένη σε υψόμετρο 350 μέτρων στον Υμηττό, λίγο πιο πάνω από την πόλη της Καισαριανής, σ΄ένα καταπράσινο ειδυλλιακό περιβάλλον.

Ο Μπάρμπα Αντώνης Αμουργιανός το 1935. Πίσω του το μοναστήρι της Καισαριανής.

Το παρεκκλήσι της μονής ονομάζεται Άγιος Αντώνιος, όπως κι ο Αντώνης Αμουργιανός της ιστορίας μας, που γεννήθηκε στη Μύκονο το 1885. Εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια κι εκεί παντρεύτηκε τη Μαρία. Δούλευε ως επιστάτης στον αρχαιολογικό χώρο της Δήλου και ήταν παρών σε ιστορικές στιγμές του νησιού, όταν η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών έκανε ανασκαφές στη νησί. Για χρόνια φυλούσε τα πέτρινα λιοντάρια για να μην τα πάρουν βέβηλα χέρια όπως τόσες και τόσες ελληνικές αρχαιότητες.

Η οικογένεια όμως μεγάλωνε, είχαν ήδη 6 παιδιά, για αυτό ζήτησε μετάθεση. Ήταν περίπου το 1935 όταν η υπηρεσία του τον έστειλε να φυλάει το βυζαντινό μοναστήρι της Καισαριανής.  Έτσι, χαιρέτησε για τελευταία φορά τα λιοντάρια του, κι από το άνυδρο και ξερό νησί της Δήλου και τους αέρηδες της Μυκόνου, βρέθηκε ανάμεσα στα πλατάνια και τις κελλαρυστές πηγές του Υμηττού

Στην Καισαριανή γεννήθηκε το 1936 ο μικρότερος γιος του ο Θαλής, που το 1981 διορίστηκε φύλακας στο μοναστήρι αφού πρώτα υπηρέτησε στη Μονή Δαφνίου.

Τα πρώτα χρόνια ο μπάρμπα Αντώνης εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στη νότια πλευρά του περιβόλου της μονής, στο κτίσμα απέναντι από την εκκλησία, (τον Πύργο των Μπενιζέλων, εκεί όπου το 1682 στεγάστηκε η αρχοντική οικογένεια Μπενιζέλου – πρόγονοι της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας-  για να σωθούν από την πανώλη που είχε πέσει στην Αθήνα).

Ήταν η εποχή που η Καισαριανή είχε ήδη κατοικηθεί από Μικρασιάτες πρόσφυγες, που σε κάθε ευκαιρία ανέβαιναν με τα πόδια από τον χωματένιο δρόμο στο μοναστήρι τους για προσκύνημα ή εκδρομή.  Όταν ήρθε ο πόλεμος του ’40, νοίκιασε σπίτι στην οδό Σταματιάδου κι έφερε την οικογένειά του,  όμως εκείνος συνέχισε να μένει στο μοναστήρι τις περισσότερες φορές. Διέσωσε μάλιστα πολλά κειμήλια κρύβοντάς τα (τα κειμήλια εκτίθονται σήμερα στο μουσείο Μπενάκη)

Αγαπούσε και πρόσεχε όχι μόνο το μοναστήρι αλλά και το δάσος. Σ΄όσους περνούσαν από εκεί, αφού τους κερνούσε ουζάκι και μεζέ, τους  έδινε ένα χαρτί που έγραφε:

“ΜΗ ΜΟΥ ΚΟΒΕΤΕ ΤΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ, ΤΟΥΣ ΚΡΟΚΟΥΣ, ΤΙΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΛΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ. ΤΑ ‘ΦΤΙΑΞΕ Ο ΘΕΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΖΟΥΜΕ ΟΛΟΙ”

Σε άρθρο της στη μηνιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση ΗΟΣ (1965), η αρχαιολόγος Δωρίδα Χρηστίδου-Frohe, γράφει:

“Ο μπάρμπα Αντώνης, βαρεμένος από τους πολλούς χειμώνες, θερμαίνεται στο πεζούλι του δίπλα στο καλαθάκι του με τα παστέλια και τα μυγδαλωτά. Σαν πιάσει την κουβέντα για το μοναστήρι, κατρακυλά ο χρόνος ασταμάτητος. Μιλά για την Αφροδίτη, για τις τελευταίες ανασκαφές και τις διαφωνίες  των αρχαιολόγων…”

Ο Κωσταντής Αμουργιανός φύλακας στο Μοναστήρι από το 1947 έως το 1982. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ιερόσυλοι προσπάθησαν να κλέψουν εικόνες. Στην προσπάθειά του να τους εμποδίσει, τραυματίστηκε.

Ο μεγάλος του γιος του ο Κωνσταντής, διορισμένος φύλακας κι αυτός του μοναστηριού,  συμμετείχε ως επιστάτης στη μεγάλη αναδάσωση του Υμηττού που έκανε η Φιλοδασική, με πρωτοβουλία της Καίτης Αργυροπούλου, μετά το 1947. Είναι γνωστό πως την περίοδο της Κατοχής ο Υμηττός είχε αποψιλωθεί τελείως, αφού όσοι κατοικούσαν στην Αθήνα έκοβαν τα δένδρα για να τα χρησιμοποιήσουν ως καύσιμη ύλη  και έπιαναν ότι τρωγόταν για να επιβιώσουν.

Η Κατίνα (σύζυγος του Κωσταντή) δούλεψε κι εκείνη ως βοηθητικό προσωπικό στο μοναστήρι. Στη φωτογραφία τη βλέπουμε να φτιάχνει καφέ για τους επισκέπτες. Δίπλα της, η αδελφή της που εκείνη τη μέρα είχε ανέβει για βόλτα. Στο σημείο που έχει ληφθεί η φωτογραφία, σήμερα βρίσκεται η είσοδος που κόβουν τα εισιτήρια.

Πατέρας και γιος στον περίβολο του μοναστηριού

Ο Μπάρμπα Αντώνης δεν γύρισε ποτέ ξανά στο νησί του, τη Μύκονο. Το μοναδικό πράγμα που μαρτυρούσε πως ήταν νησιώτης ήταν το μυκονιάτικο παραδοσιακό ζωνάρι που είχε πάντα τυλιγμένο γύρω από τη μέση του. Μετά τη συνταξιοδότησή του δεν εγκατέλειψε το αγαπημένο του μοναστήρι και πολλές φορές έμενε εκεί, σ΄ένα κελάκι. Είχε ριζώσει πάνω στο βουνό, παρέα με τις ανεράιδες και τα ξωτικά, τα κυπαρίσσια και τα πεύκα, ανάμεσα σε βυζαντινούς τοίχους και σε αρχαίες κολώνες.

Ήταν μια μορφή σαν αυτές που περιγράφει ο Κόντογλου στα βιβλία του, “παλαιός άνθρωπος”, με τη σοφία εκείνη που δεν μπορούν να δώσουν τα βιβλία, παρά μονάχα η αληθινή επαφή με τους ανθρώπους και τη φύση.

Ο μπάρμπα Αντώνης έφυγε από τη ζωή πριν 54 χρόνια. Κι όμως, θα τον συναντήσετε ανάμεσα στις φυλωσσιές των δέντρων να συνομιλεί με τα πουλιά, θα τον δείτε να γεμίζει το παγουράκι του με δροσερό νερό από πηγή του Κριού και καθισμένος κάτω από  από τον γέρο πλάτανο  να κοιτάζει λυπημένος τους απερίσκεπτους που κάθονται πάνω στ΄αρχαία μάρμαρα  με τα χέρια τους γεμάτα κομμένα αγριολούλουδα…