27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (Από το ιστορικό μυθιστόρημα «Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ»)

0Shares
Print Friendly, PDF & Email

    Γράφει ο Σπύρος Τζόκας, Πανεπιστημιακός – Συγγραφέας

Στις 27 Απριλίου η Βέρμαχτ εισέρχεται στην Αθήνα και συναντά άδειους δρόμους και κατάκλειστα σπίτια, ενδεικτικό των αισθημάτων του ελληνικού λαού, με μόνη εξαίρεση τα μέλη της γερμανικής παροικίας στην Αθήνα κι ελάχιστους Έλληνες.   Ο ελληνισμός πενθεί.  

   Ο Βασίλης Τσιτσάνης εμπνέεται την “Συννεφιασμένη Κυριακή”, ενώ η Πηνελόπη Δέλτα γίνεται τραγική αυτόχειρας παίρνοντας δηλητήριο, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν.  Θα κηδευτεί στο κήπο του σπιτιού της, κατόπιν δικού της αιτήματος σε ιδιόχειρο σημείωμα με μια μικρή τελετή που τελεί ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος.  Στον τάφο της θα  χαραχτεί μόνο μια λέξη… ΣIΩΠH.

   Ο Ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών δια στόματος Κώστα Σταυρόπουλου ανακοινώνει: «Έλληνες, ύστερα από λίγα λεπτά ο ραδιοφωνικός μας σταθμός δεν θα είναι ελληνικός… αδέρφια ψηλά τις καρδιές…»

    Έτσι αρχίζει η μεγάλη νύχτα της Κατοχής για την Αθήνα.  Ένα κύμα μαύρης σκλαβιάς σκέπασε την Ελλάδα. Μια μεγάλη νύχτα που έπεσαν οι μάσκες. Συμβαίνει και αυτό τις νύχτες.

   Οι πατριδοκάπηλοι, όπως το συνηθίζουν, έσπευσαν να δηλώσουν υπακοή στον κατακτητή. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, όπως και αυτές το συνηθίζουν, εγκατέλειψαν την πατρίδα και το λαό την ώρα της μάχης και έφυγαν από τη χώρα για ασφαλές μέρος. Κατά το συνήθειο τους επιστρέφουν  κατόπιν ως εθνοσωτήρες και ελευθερωτές.  Και ο λαός πάντα στη θέση του, σε αυτήν της μάχης, σε αυτή του πόνου, σε αυτή της καρτερίας……στις πεζούλες του.

   Έτσι, ο Τσολάκογλου και αρκετοί από τους στασιαστές θα ανταμειφθούν από τους Γερμανούς, καθώς στις 2 Απριλίου 1941 διορίζονται από τους κατακτητές Γερμανούς ως Πρόεδρος και μέλη, αντίστοιχα, της πρώτης κυβέρνησης του νεοσύστατου κρατικού φασιστικού εκτρώματος της «Ελληνικής Πολιτείας». Ο Τσολάκογλου κατοχικός πρωθυπουργός….. δοτός πρωθυπουργός.

  Η Κατοχή αποτέλεσε ίσως την χειρότερη περίοδο της σύγχρονης Ελλάδας και την απαρχή των φοβερότερων δεινών για τον ελληνισμό. Η λεηλασία του εθνικού πλούτου και η πλήρης αποδιάρθρωση της Εθνικής μας Οικονομίας, η καταστροφή των υποδομών, η ληστεία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, αλλά, πάνω απ’ όλα, οι εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι από πείνα, εκτελέσεις, ασθένειες, βασανιστήρια, άφησαν βαθύ το αποτύπωμά τους και υπονόμευσαν την πορεία της χώρας για δεκαετίες.

  Κι όμως, ο ελληνικός λαός όχι μόνο δεν λούφαξε, αλλά δεν παραδέχθηκε την ήττα.  Πύκνωσε από την πρώτη μέρα τις γραμμές των αντιστασιακών οργανώσεων  και πάλεψε  με αυτοθυσία για την λευτεριά του. Δεν λύγισε ούτε όταν οι Γερμανοί κορύφωσαν την τρομοκρατία εις βάρος του, με τα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας που ίδρυσε στις 7 Απριλίου 1943 η κατοχική δοσιλογική κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη, στρέφοντας Έλληνες εναντίον Ελλήνων.

   Ο Σπύρος Κοντούλης από το σπίτι του στην Κοδριγκτώνος άκουγε το θόρυβο που έκαναν οι μοτοσικλετιστές που προπορεύονταν και ακολουθούσαν τα τανκς. Έβλεπε  τα συμβαίνοντα από τις γρίλιες. Κάποια στιγμή ακούστηκε ο θόρυβος από τη γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα που κατηφόριζε και τα τεθωρακισμένα των Γερμανών. Βλέποντας την εικόνα αυτή, έπεσε σε κατάθλιψη. Ήταν και η μέρα άσχημη, σαν την εικόνα. Ο καιρός ήταν μουντός, ανάλογος με τη διάθεση των Αθηναίων….. ημέρα συννεφιασμένη, ημέρα θλιβερή. Είχε απόλυτο δίκιο ο Τσιτσάνης.

    Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας η γειτονιά όλη στο δρόμο. Άλλοι να βρίζουν και άλλοι να καταριούνται, άλλοι να φοβούνται. Σαστισμένοι ήταν κυρίως. Προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν την νέα κατάσταση. Και δεν ήταν διόλου εύκολο.

    Και η γερμανική σημαία στην Ακρόπολη, στη θέση της ελληνικής.

   «Η σβάστικα κυματίζει πάνω στην Ακρόπολη. Ανάθεμα τους. Ούτε ιερό, ούτε όσιο έχουν. Ιερόσυλοι είναι. Έπρεπε να μας ταπεινώσουν έτσι; Δεν σεβάστηκαν τίποτα από την ιστορία αυτού του τόπου;»

   Έλεγε με πίκρα και παράπονο ο κυρ Μιχάλης.

  «Ποτέ οι κατακτητές δεν σέβονται, ποτέ. Κούφια τα λόγια των Γερμανών για την Ελλάδα. Ύβρις κυρ Μιχάλη, ύβρις.» του απάντησε ο δάσκαλος.

  Η ύβρις, όμως, δεν θα έμενε αναπάντητη: ένα μήνα μετά, και συγκεκριμένα το βράδυ της 30ης προς την 31η Μαΐου 1941, οι πρωτοετείς φοιτητές Απόστολος Σάντας και Μανώλης Γλέζος κατεβάζουν τη μισητή σβάστικα από την Ακρόπολη και τοποθετούν την γαλανόλευκη. Η αντίσταση του ελληνικού λαού ξεκινά από τις πρώτες μέρες. Η πρώτη αντιστασιακή πράξη που έδειχνε τις διαθέσεις του ελληνικού λαού.

   Ο ελληνικός λαός πλέον πορεύεται το δρόμο του μαρτυρίου και των θυσιών που θα κρατήσει σχεδόν τέσσερα μαρτυρικά χρόνια. Στα χρόνια αυτά υφίσταται μύρια όσα κακά. Πείνα και φοβέρα, ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, με αποκορύφωμα τα ολοκαυτώματα και τις ομαδικές εκτελέσεις. Θα έπρεπε να περάσουν 1625 ατέλειωτα ημερόνυχτα, φρίκης, πείνας, αγωνίας, μαρτυρίου και θανάτου κάτω από την μισητή ναζιστική κατοχή για να δει ο ελληνικός λαός την μέρα του λυτρωμού και της λευτεριάς. Μιας λευτεριάς που δυστυχώς δεν είδαν εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων που θυσιάστηκαν για την πατρίδα ή πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες.

   Στα δραματικά και φοβερά αυτά χρόνια ο ελληνικός λαός δεν λούφαξε, δεν έσκυψε το κεφάλι. Η Αντίσταση αρχίζει από την πρώτη μέρα. Η αντίσταση ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την πτώση και την συνθηκολόγηση της Ελλάδας, τον Απρίλιο του 1941. Αρχικά υπήρξε προϊόν αυθόρμητων ενεργειών μεμονωμένων πολιτών ή μικρών ομάδων πολιτών, άλλα σταδιακά απέκτησε οργανωμένη μορφή με την ίδρυση αντιστασιακών οργανώσεων. Από τα μέσα του 1942 εξελίχθηκε σε ένοπλο αγώνα στην ύπαιθρο. Ήδη από τα μέσα του 1943 οι αντάρτικές ομάδες είχαν προκαλέσει σοβαρά πλήγματα στους κατακτητές και είχαν κατορθώσει να απελευθερώσουν τμήμα της ορεινής ενδοχώρας. Η Εθνική αντίσταση των Ελλήνων ανακαλεί στη μνήμη του ελληνικού λαού τις ηρωικές παραδόσεις του και παλεύει για μια Ελλάδα ελεύθερη και ανεξάρτητη.