ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΤΡΑΐΔΗ, ΤΡΑΓΟΥΔΟΠΟΙΟΥ ♦ Η γνωριμία με Τσιτσάνη, Καζαντζίδη και Γαβαλά ♦ Στην εξορία με τον Μακρή και τον Νικολαΐδη

0Shares

O Βαγγέλης Ατραΐδης ανάμεσα στον αρχισυντάκτη της «Ε» Φλοράν Σελάϋ και την διαχειρίστρια της ιστοσελίδας «Όμορφη Καισαριανή» Σοφία Τριανταφύλλου, στους οποίους έδωσε τη συνέντευξη.

 

 

Από αριστερά: Γιάννης ο Ψηλός (ιδιοκτήτης του καφενείου), Στέλιος Καζαντζίδης, Βαγγέλης Ατραΐδης και Νικηφόρος Καπάνταης. Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1981.

Ο Βαγγέλης Ατραΐδης είναι ο άνθρωπος που έχει γράψει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Καζαντζίδη όπως το «Ψωμί της Ξενιτιάς», «Κι αν γελάω είναι ψέμα» και «Το δρομολόϊ της ζωής». Παράλληλα έγραψε και άλλα μεγάλα τραγούδια γνωστών καλλιτεχνών όπως το «Πήρε φωτιά μια καρδιά» του Πάνου Γαβαλά, το «Στις ταβέρνες γυρνάς» του Χρηστάκη και το «Υποχωρώ» της Σοφίας Παπαζόγλου. Συνολικά έχει γράψει κοντά στα χίλια τραγούδια, ωστόσο δεν έχουν κυκλοφορήσει όλα με το όνομα του. Στα περισσότερα αναφέρεται ως στιχουργός ενώ σε άλλα ως συνθέτης της μουσικής. Όπως μας εξήγησε ο ίδιος, αυτό συμβαίνει διότι προκειμένου να κλείσει συνεργασίες με γνωστούς καλλιτέχνες και να πληρωθούν οι μεσαζόντες, έπρεπε να παραχωρήσει ένα μέρος των πνευματικών δικαιωμάτων του. Ακόμα και σήμερα, φυλάει μερικά ακυκλοφόρητα τραγούδια στο συρτάρι του ενώ έχει γράψει ένα έμμετρο βιβλίο 350 σελίδων, που δεν έχει εκδοθεί ακόμη και αναφέρεται στην Καισαριανή. Ο Καισαριανιώτης δημιουργός μας δέχτηκε στο σπίτι του στην Ανακρέοντος.

Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για τη ζωή σας;

Γεννήθηκα το 1933. Ο πατέρας μου Γιώργος Ατραΐδης ήτανε ράφτης από τον Κασαμπά και η μητέρα μου από το Σιβρισάρι της Σμύρνης. Η μακρινή μου καταγωγή όμως πρέπει να είναι από τον Πόντο. Εκείνα τα χρόνια, η Καισαριανή ήτανε ένας βραχότοπος, ένας βάλτος, δεν υπήρχε μέρος να πατήσεις γι’ αυτό έβαλαν τους πρόσφυγες σε κάτι τσαντίρια μπροστά στο νοσοκομείο Συγγρού… Ο πατέρας μου ήξερε μπουζούκι αλλά δεν ήθελε να μου μάθει φοβούμενος ότι μπορεί να μπλέξω με κυκλώματα. Μουσικές επιρροές δέχτηκα και από τον θείο μου Δημήτρη Ατραΐδη, ο οποίος ήταν συνθέτης και τραγουδιστής, με ειδίκευση στο μικρασιατικό τραγούδι.

Το 1936, ο θείος μου Γιώργος Ρουμελιώτης, φέρνει ένα φτωχό φοιτητή της Νομικής να κοιμηθεί στο σπίτι μας, που ήταν και ραφτάδικο. Κουβάλησε τη μαντόλα του και το κρεβάτι του, τότε ήμουν 3 χρονών. Φεύγοντας μετέπειτα για τη Θεσσαλονίκη, άφησε το  κρεβατάκι του για να κοιμάται ο Βαγγελάκης, δηλαδή εγώ, όπως είπε.  Ο φοιτητής αυτός ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης.

Το πρώτο μου στιχούργημα το έφτιαξα όταν ήμουν 7 χρονών, στη μεγάλη πείνα (το 1941) όταν είδα τη μάνα μου να προσεύχεται στην εικόνα. Έκανε το σταυρό της κι έλεγε «να είχαμε λίγο λαδάκι και λίγο ψωμάκι»…κι εκείνη την ώρα με πιάνει το επαναστατικό μου και της λέω: «Τι κάθεσαι και προσκυνάς τη ζωγραφιά ετούτη και μοιρολατρικά ζητάς να σου χαρίσει πλούτη, σήκω επάνω μάνα μου ύψωσε τη γροθιά σου, του κόσμου όλα τα πλούτη να γίνουνε δικά σου». Μόλις το άκουσε η μάνα μου μού έριξε ένα γερό χέρι ξύλο.

Το 1948, στο Άλσος Παγκρατίου, υπήρχε ένα ωραίο κέντρο διασκέδασης και ένα σινεμά. Στο κέντρο αυτό, έπαιζε μια ορχήστρα του Γιάννη Βέλλα (άντρας της Καίτης Μπελίντας). Ζήτησα λοιπόν από τον Βέλλα στα διαλλείματα να βγαίνω κι  εγώ και να λέω κανένα στιχούργημα, κανένα ανεκδοτάκι να κάνω τα εφέ μου στις κοπελίτσες. Και όντως δέχτηκε κι έβγαινα στα διαλλείματα… του έδειξα και τους στίχους μου και διαλέγει 5 τραγούδια από αυτά που είχα γράψει αλλά με τη συμφωνία να μην γραφτεί το όνομά μου επάνω επειδή δεν ήμουν επαγγελματίας.

Τότε υπήρχε στις παράγκες στα Σφαγεία, ένας κατασκευαστής μπουζουκιών, ο Κυριάκος Λαζαρίδης ο οποίος με έστειλε στον συνθέτη Γεράσιμο Κλουβάτο (το 1949 – ’50) σ΄ένα μαγαζί… Του έδωσα ένα τραγούδι μου και το έβγαλαν σε δίσκο, το οποίο έλεγε: «όταν πεινάσεις άνθρωπε και βγεις να ζητιανέψεις, ποτέ σε πλουσιόσπιτο ψωμί να μην γυρέψεις…» (τίτλος: όταν θα πεινάσεις κι όταν δυστυχήσεις). Έγινε μεγάλη επιτυχία!

Έχετε γράψει και τον ύμνο της ΑΕΚ;

Τον ύμνο της ΑΕΚ τον έχω γράψει εγώ αλλά το δισκάκι επάνω γράφει: «Καζαντζίδης-Κολοκοτρώνης». Κι ο ίδιος ο Παπαϊωάννου που τον τραγούδησε, είπε σε μια εκπομπή στην τηλεόραση ότι «πήγα στην Καισαριανή, στον Βαγγέλη τον Ατραΐδη, μου έδωσε 10 τραγούδια και τον ύμνο της ΑΕΚ».

Πως συνεργαστήκατε με τον Καζαντζίδη;

Το 1962, στην οδό Σαλιχλί (νυν Ανακρέοντος), καθόμασταν στο ταρατσάκι και πίναμε ουζάκια κι εδώ σκάρωνα τραγουδάκια για να τραγουδάμε με τους φίλους μου. Απέναντί μου λοιπόν, είχε έρθει ένας καινούργιος γείτονας που ήταν τρομερός μάνατζερ κι ένα απόγευμα μου λέει: «-Θέλεις να σου φέρω τον Καζαντζίδη;» Εμένα μ΄έπιασε τρεμούλα γιατί τότε ο Καζαντζίδης ήταν φίρμα. Και ένα απόγευμα, σταματάει μια κουρσάρα έξω από το σπίτι, χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω και βλέπω τον Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα.

-«Με γνωρίζεις;» Μου λέει ο Καζαντζίδης. -«Πως δεν σας γνωρίζω», του απαντάω εγώ και με πιάνει ένα τρέμουλο. Ήταν χειμώνας, κι έκανε τρομερό κρύο. Είχαμε μια σομπίτσα πετρελαίου που ζεσταινόμασταν όλη η οικογένεια. Βάζουμε λοιπόν τη σόμπα στο «καλό» δωμάτιο για να υποδεχτούμε τον Καζαντζίδη και οι υπόλοιποι τυλίχτηκαν με κουβέρτες και πήγαν στο πίσω δωμάτιο. Κάθομαι εγώ στη μέση, δεξιά ο Καζαντζίδης και αριστερά η Μαρινέλα. Του δίνω λοιπόν ένα μάτσο 80-100 τραγούδια. -«Εσύ το έχεις γράψει αυτά;», μου λέει μόλις άρχισε να τα διαβάζει. -«Μάλιστα κ. Καζαντζίδη». Στο τρίτο τραγούδι γυρίζει τη Μαρινέλλα και της λέει: -«Κοίτα ρε Κίτσα τι γράφει εδώ ο άνθρωπος…»

Και με τον Πάνο Γαβαλά;

Τον Πάνο τον Γαβαλά τον γνώρισα το 1944. Είχε έρθει από τη Γούβα όπου έμενε, με την ομάδα του για να ενισχύσουν τον ΕΛΑΣ της Καισαριανής την περίοδο των Δεκεμβριανών. Εκεί γνώρισε και τη μέλλουσα γυναικά του, Ζωή.

Το φρουραρχείο του ΕΛΑΣ βρισκόταν δίπλα στο σημερινό Παιδικό σταθμό επί της οδού Νέας Εφέσου. Ακούω μια φυσαρμόνικα και ρωτάω ποιος παίζει «Ο Πανούσης (ψευδώνυμο)» μου απαντούν. Έπαιζε ένα ευρωπαϊκό κομμάτι, το τσιτσόνια. Πάω κοντά με ύφος κολοκοτρωνέϊκο και του λέω «Ρε σύντροφε, τι είναι αυτά; παίξε μας το “Εμπρός για την Ελλάδα”». Και πετιέται ένας: «Άσε σύντροφε, δεν ξέρει τέτοια αυτός».

Ο Γαβαλάς άνοιξε τσαγκαράδικο αλλά τότε δεν υπήρχαν δουλειές στην Καισαριανή. Ακούγοντας τον Νίκο Μεϊμάρη τον κουρέα να παίζει μπουζούκι, τακιμιάζουν, φτιάχνουν συγκρότημα. Τραγουδιστής ο Γαβαλάς, μπουζουξής ο Μεϊμάρης. Τη δεκαετία του 50 είχε γίνει τρανός.

Τη στήνω έξω από το σπίτι του Γαβαλά με ένα μάτσο τραγούδια. Φτάνει με το αμάξι του, μαζί του ήταν, ο αόμματος αλλά μεγάλος μουσικός Στέλιος Χρυσίνης και ο τραγουδιστής Γιάννης Παπαδόπουλος. Γυρίζει με ύφος και μου λέει «-Ρε συ, ο ράφτης της γειτονιάς δεν είσαι Του απαντώ «-Και σεις δεν ήσασταν ο τσαγκάρης της παραπάνω γειτονιάς Μου λέει «-Άντε πήγαινε τώρα, δουλεύουμε με επαγγελματίες» και μου δώσε την πίκρα της ζώης μου.

Μα έχει ο καιρός γυρίσματα. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Γαβαλάς θέλοντας να αυτονομηθεί από τις δισκογραφικές, έφτιαξε τη Σονάτα, τη δική του εταιρία. Οι άλλες απαγόρεψαν στους καλλιτέχνες να υπογράφουν μαζί του. Τον είχε ρίξει και η Πόλυ Πάνου που είχε κάνει δική της εταιρία. Έτσι δεν πήγαινε καλά ο Γαβαλάς.

Μια μέρα, καθόταν ο Γαβαλάς στο κουτούκι του Τσουβάλα, Φιλαδελφείας και Εθνικής Αντιστάσεως, και ενώ κατέβαινα τον δρόμο, φωνάζει τον Μιχάλη, τον ιδιοκτήτη του καφενείου –Θεός σχωρέστον- και του ζητάει να με φωνάξει μέσα. Πάω και εγώ με ύφος «Γεια σου Γαβαλά τι κάνεις» «-Έλα δω τόσα χρόνια Καισαριανιώτες και “Εμπρός για την Ελλάδα”… Δεν θα μου δώσεις δυο –τρία τραγουδάκια από αυτά που δίνεις στον Σκύλο (σκύλο λέγανε τον Καζαντζίδη γιατί ήτανε πολύ σκληρός στις συνεργασίες του)»; Του απαντώ «-Γαβαλά, άκου να δεις ξέρεις σε ποιον μιλάς; Στον ράφτη της γειτονιάς.» «-Έλα μωρέ μια κουβέντα είπαμε τώρα…» «-Θα σου δώσω δυο τραγουδάκια με τη μόνη διαφορά ότι εσύ δεν είσαι σκύλος σαν τον Καζαντζίδη, είσαι γάτος (στο ύφος της φωνής)». Του έδωσα το «Πήρε φωτιά μια καρδιά» που έγινε μεγάλη επιτυχία το 1968 και ένα άλλο υπέροχο τραγούδι το «Πες της να έρθει».

Αντιμετωπίσατε προβλήματα λογοκρισίας επί Χούντας;

Διετέλεσα δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής το 1959-1964 με τον Λεωνίδα Μανωλίδη. Αριστερός δήμαρχος -και αδικημένος κατά τη γνώμη μου- γιατί παρά τα όσα προσέφερε στην πόλη, δεν τον μνημονεύουν αρκετά. Αυτό το θυμόταν η Χούντα.

Ήμουνα από τους πρώτους που ήρθαν και με συλλάβανε εδώ στο φτωχόσπιτο μας κατά το πραξικόπημα του 1967. Στο Τμήμα, ρώτησα τον υποδιοικητή: «γιατί στείλατε και με συλλάβανε εμένα αφού δυο χρόνια τώρα έχω αποχωρήσει από την πολιτική» «-Κύριε Ατραΐδη δεν είναι εντολή δική μου, είναι από πάνω. Είναι γιατί έχεις επιρροή, να μην αντιδράσεις στη Χούντα». Με στείλανε στη Γυάρο.

Έρχεται ο διοικητής του στρατοπέδου και μας λέει «Ακούστε κυρίες και κύριοι (γιατί υπήρχαν και γυναίκες), ουσιαστικά είμαστε συνεξόριστοι. Ας κοιτάξουμε όσο το δυνατόν να περάσουμε καλύτερα» Πράγματι, η Χούντα είχε κάνει δυσμενή μετάθεση σε όσους χωροφύλακες δεν εμπιστεύονταν. Μετά από τρεις μήνες, έρχεται ένας υπολοχαγός και μας ανακοινώνει ότι «η κυβέρνηση αποφάσισε να σας διώξει από ‘δω, να πάτε στα σπίτια σας και σας ζητάει μια δήλωση» Εμείς κλωτσήσαμε. Κρατούσε ένα ματσάκι από τις δηλώσεις αυτές και λέει «πάρτε τα, διαβάστε τα». Κανείς δεν τολμούσε. Σκέφτηκα ότι δεν μπορούσα να αρνηθώ να κάνω δήλωση χωρίς να έχω διαβάσει το κείμενο. Πήρα τα χαρτάκια. Τότε πετάγεται ένας συνεξόριστός μας, ο Νίκος Δρόσος, μου λέει «Φτου σου! Ντρόπιασες την Καισαριανή». Ο δήμαρχος Καισαριανής Παναγιώτης Μακρής παρεμβαίνει λέγοντας «Σύντροφε, δεν είναι ο Ατραΐδης απ’ αυτούς (προδότης)».

Το κείμενο της δήλωσης έλεγε «Εγώ ο κάτωθι υπογεγραμμένος Ευάγγελος Ατραΐδης επιθυμώ να γυρίσω στο σπίτι μου, να κοιτάξω την εργασία μου, την οικογένειά μου και να μην εναντιωθώ στο έργο της Εθνικής Κυβερνήσεως». Δεν έλεγε «Αποκηρύσσω τον κομμουνισμό και τας παραφυάδας αυτού…» όπως οι δηλώσεις του Εμφυλίου. Ήθελα πολύ να ξαναδώ τα δυο μικρά παιδιά μου και εφόσον η δήλωση δεν έβριζε τα πιστεύω μου, υπέγραψα. Ο Δημήτρης ο Νικολαΐδης, μετέπειτα δήμαρχος Βύρωνα, αυτός ο υπέροχος άνθρωπος, μου λέει «Έλα εδώ Βαγγελάκη. Ξέρεις τι έκανες; Ανέβηκες σε μια πανύψηλη κολώνα και δεν έχεις πετάλια να κατέβεις. Πρόσεξε από ‘δω και πέρα να κρατήσεις μια στάση σωστή.» Την πρώτη μέρα υπογράψανε 2500. Υπήρξαν και αυτοί που αρνήθηκαν να υπογράψουν όπως ο Μακρής και ο Νικολαΐδης.

Πράγματι, όπως είχε προβλέψει ο Νικολαΐδης, μετά την επιστροφή μου δέχτηκα πιέσεις. Βέβαια, κλήσεις στο Τμήμα «δι’υπόθεσιν μου» είχα δεχτεί και πριν τη Χούντα για το περιεχόμενο ορισμένων τραγουδιών μου. Για παράδειγμα είχα γράψει ένα τραγούδι που έλεγε «Στις 9 του μακαρίτη αλλον έβαλε στο σπίτι. (…) Μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι αλλά δεν έμεινε πιστή στον όρκο που είχε κάνει» που έγινε σουξέ μετά τον θάνατο του βασιλιά Παύλου. Κάποιοι πειρατικοί σταθμοί έπαιζαν το τραγούδι αφιερώνοντας το στη χήρα βασίλισσα Φρειδερίκη. Οι τοπικές αρχές με είχαν ανακρίνει γι’αυτή την υπόθεση πριν και κατά τη διάρκεια της Χούντας.